Μέχρι πριν από λίγο, πίστευα ότι η πιο αδιανόητη φράση που μου έχει απευθύνει άγνωστός μου άνθρωπος ήταν το «λίγο πλατούλα;» που μου είχε πει πρόσφατα υπάλληλος ασφαλείας σε αεροδρόμιο, θέλοντας να μου ζητήσει να γυρίσω την πλάτη μου προκειμένου να με ελέγξει με το μηχάνημα. Γιατί αδιανόητη; Διότι δεν είμαστε κολλητές και διότι θεωρώ ότι η θέση της επιβάλλει μια απόσταση με τον ελεγχόμενο. Για λόγους ασφαλείας και μόνο. Εχω την απαίτηση να τηρεί τους τύπους για την ασφάλεια όλων μας. Δε χρειάζεται να είναι φιλική με τους πάντες, χρειάζεται να κάνει τη δουλειά της σωστά.
Σήμερα το πρωί, όμως, ο πήχης ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Η ταμίας της τράπεζας μου ζήτησε να υπογράψω «εδώ, για τα εξοδάκια!» Τα ποια; «Λίγο για τα εξοδάκια!» Σε περιπτώσεις τέτοιας αμηχανίας, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να υπακούσω στον άλλον, να γίνω έρμαιό του. Πάγωσα, δεν βρήκα καν το κουράγιο να πω «από πού κι ως πού εξοδάκια, κυρία μου; Τα λεφτά μου τα αποκαλείτε εξοδάκια;» Όπως επίσης δεν είχα και τη δύναμη να πω στην υπάλληλο ασφαλείας στο αεροδρόμιο «σας παρακαλώ κυρία μου, είμαι straight κι πλατούλα μου δεν προορίζεται για εσάς!», αν και πολύ θα ήθελα να το είχα κάνει.
Με τι μούτρα όμως να το κάνω; Αφού κι εγώ έτσι μιλάω συνέχεια. Μου κολλάν τα υποκοριστικά, θέλω να πω μπότες και λέω μποτούλες, θέλω να πω τραπέζι και λέω τραπεζάκι, θέλω να πω τσάντα και λέω τσαντούλα. Κι αμέσως μετά δαγκώνομαι και προσπαθώ να ανασκευάσω, να πάρω πίσω το υποκοριστικό, να φέρω στις πραγματικές τους διαστάσεις τα πράγματα: τα έξοδα να είναι έξοδα, όχι «λίγο τα εξοδάκια». Η πλάτη να είναι πλάτη, όχι «λίγο πλατούλα».
Άσε δε τον ενικό…
Δε θυμάμαι πότε αρχίσαμε να υποτιμούμε τόσο πολύ τη ζωή μας, αποκαλώντας τα πάντα με ένα υποκοριστικό. Τα μικρύναμε, τα συρρικνώσαμε, τα κάναμε νάνους. Όλα μπήκαν σ’ ένα μικρόκοσμο, παίρνοντας ένα –άκι κι ένα –ούλι δίπλα τους. Άσε, δε, που όλοι οικειοποιούμαστε τα πάντα, λες και ζούμε σε μια κοινοκτημοσύνη, στο ίδιο σώμα, με το ίδιο στομάχι, με την ίδια όραση. Η πωλήτρια σε ρωτάει «πώς μας πήγε το φορεματάκι;» πριν μας ζητήσει να δει «λίγο την τιμούλα». Ο σερβιτόρος σε ρωτάει «τι θα πάρουμε;» και «πώς μας φάνηκε το κρασάκι;» Δεν ξέρω, επίσης, γιατί πρέπει να φερόμαστε όλοι σε όλους τόσο φιλικά, χωρίς να κρατούμε πουθενά τους τύπους και τα πρωτόκολλα. Είναι δυνατόν να μην αισθάνεται κάποιος άβολα όταν, με το «χαίρω πολύ» του μιλάμε λες και παίζαμε μαζί σφαλιάρες απ’ το δημοτικό;
Οι τύποι έχουν ένα ρόλο να επιτελέσουν: να μας προφυλάσσουν από παρεξηγήσεις. Τηρώντας τους, μαζί με ένα πρωτόκολλο συμπεριφοράς, κινούμαστε σε μια ασφαλή ζώνη, σε έναν κοινό τόπο όπου μπορούμε να συνεννοηθούμε. Ο πληθυντικός, η χρήση τυπικών λέξεων κι εκφράσεων, η απόσταση από τους άλλους είναι απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να μπορούμε να επικοινωνήσουμε.
Λίγο πριν τελειώσω και στείλω το άρθρο αυτό στο protagon είδα τις εικόνες από την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα, προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην Ελλάδα κι άκουσα τον Πρωθυπουργό της χώρας μου να του απευθύνεται στον ενικό. Κατόπιν τούτου, μου είναι αδύνατον να βρω επίλογο. Έχω παγώσει με τα λόγια του έλληνα πρωθυπουργού «Σ’ ευχαριστώ που επέλεξες τη χώρα μου» κι είμαι έτοιμη να πάω στην κυρία στην τράπεζα με τα «εξοδάκια» και στην άλλη στο αεροδρόμιο με το «λίγο πλατούλα» να τους ζητήσω συγνώμη για τις κακές σκέψεις που έκανα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News