Την επομένη κάθε συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, ακολουθούν οι βαθμολογήσεις: Ποιος νίκησε; Ο Τσίπρας ή ο Κυριάκος; Ποιος αποστόμωσε τον άλλον και πόσες φορές; Ο Αλέξης ή ο Μητσοτάκης; Μετά τις βαθμολογήσεις προχωρούμε στις «ποιοτικές» εκτιμήσεις: Ετοιμόλογος ο ένας, αιχμηρός ο άλλος, λαϊκιστής ο μεν, κυνικός ο δε, ευφραδής ο πρώτος, ουσιαστικός ο δεύτερος, κλπ. Στο τέλος φτάνουμε και στο ουσιώδες -δήθεν- συμπέρασμα: «Είναι πολύ λίγος ο Κυριάκος για να γκρεμίσει τον Τσίπρα» ή «λίγα είναι τα ψωμιά του Αλέξη, τον έχει πάρει αμπάριζα ο Μητσοτάκης».
Πρόκειται για παραπολιτική μπουρδολογία. Ουδέποτε μεταπολιτευτικά, η πορεία των κυβερνήσεων και των κομμάτων εξουσίας επηρεάστηκε καθοριστικά από τις ρητορικές ικανότητες των εκάστοτε αρχηγών τους. Το σύνολο της προσωπικότητάς τους προφανώς ήταν πάντα αξιοπρόσεκτο μέγεθος, αλλά δεν συνδεόταν ευθέως με την ικανότητα τους να ρητορεύουν. Αλλα ήταν τα κριτήρια που οδηγούσαν το εκλογικό σώμα να επιλέξει τι θα ψηφίσει την κρίσιμη στιγμή και πάντως όχι η ικανότητα του κάθε αρχηγού να πετάει καλές ατάκες από το βήμα της Βουλής. Η μεταπολιτευτική πολιτική μας ιστορία είναι πολύ διδακτική απ’ αυτού:
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος δεν ήταν δα και κανένας δεινός ρήτορας. Μπροστά στον Ανδρέα Παπανδρέου δεν έπιανε μπάζα. Κι όμως, από το 1974 ως το 1979 παρέμεινε ανενόχλητος στην εξουσία, ηττώμενος σε κάθε κοινοβουλευτική μονομαχία ανάμεσα τους. Το 1981, ο Ανδρέας έγινε Πρωθυπουργός, όταν επιτέλους έφθασε το πλήρωμα του πολιτικού χρόνου.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν κακός ρήτορας, αλλά στην γαλιφιά προς τις μάζες δεν τον έφθανε τον Ανδρέα. Κι όμως, το 1989 τον νίκησε. Γιατί; Διότι τότε και όχι νωρίτερα κατέρρευσε το σύστημα ΠΑΣΟΚ στα μάτια του λαού.
Το 1993, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης βρέθηκε απέναντι σε έναν Ανδρέα που ήταν η σκιά του παλιού του εαυτού. Ηταν σχεδόν ανίκανος να ανοίξει το στόμα του, μιλούσε μέσα από γυάλινα κλουβιά που τοποθετούσαν στις εξέδρες για να μην κρυώσει. Κι όμως ο Μητσοτάκης έχασε. Γιατί; Από δεκάδες άλλα λάθη, πάντως όχι διότι ήταν κατώτερος ρήτορας του άρρωστου Ανδρέα.
Ο Κωνσταντίνος Σημίτης έγινε ο μακροβιότερος έλληνας πρωθυπουργός μεταπολιτευτικά, ενώ ήταν ανίκανος να αρθρώσει μια πρόταση δίχως να κάνει δυο σαρδάμ. Το 2000 κέρδισε τις εκλογές απέναντι σε έναν Κώστα Καραμανλή ο οποίος κελαηδούσε στην Βουλή και στα μπαλκόνια.
Το 2009 ο Κώστας Καραμανλής έχασε από έναν Γιώργο Παπανδρέου, τον οποίον είχε σαρώσει δυο φορές σε εκλογές και ισοπέδωνε συστηματικά σε κάθε μεταξύ τους μονομαχία στη Βουλή. Το 2007 ο Γιώργος έμοιαζε με δυσλεκτικό μπροστά στον Κώστα, αλλά δυο χρόνια αργότερα τον κέρδισε με δέκα μονάδες διαφορά. Γιατί; Διότι είχε τελειώσει το λάδι στο πολιτικό καντήλι του ενός και είχε ανατείλει ο καιρός του άλλου.
Αμφιβάλει κανείς για τις ρητορικές ικανότητες του Ευάγγελου Βενιζέλου και για την ικανότητα του να σαρώσει όποιον αποτολμήσει να τον προκαλέσει σε λεκτική μονομαχία; Κι όμως, ούτε τους συντρόφους του μέσα στο ΠΑΣΟΚ δεν έπεισε. Θυμάται κανείς ότι ο Βασίλης Λεβέντης τον πρώτο χρόνο που μπήκε στην Βουλή θεωρήθηκε ως ο κατ’ εξοχήν λογικός πολιτικός αρχηγός; Κι όμως, ακριβώς τα ίδια έλεγε στο κανάλι του το 1990 και του παράγγελναν πίτσες. Και σήμερα λέει τα ίδια με πέρυσι και λακίζουν ως κι οι βουλευτές του. Γιατί;
«Είναι η πολιτική ηλίθιε, όχι η λεκτική εκφορά της», που θα ‘λεγε ο Μπιλ Κλίντον. Μην προσπαθείτε λοιπόν να βγάλετε συμπέρασμα για το ποιος θα ‘ναι ο νικητής των εκλογών του 2018 ή του 2019, από το ποιος ήταν ο νικητής σε μια μονομαχία στη Βουλή στα μέσα του 2017. Είστε σε λάθος δρόμο. Βρείτε έναν τρόπο να προβλέψετε πώς θα νιώθει ο κόσμος σε δύο χρόνια στην πραγματική του ζωή και τότε μπορείτε να προβλέψετε από τώρα και με απόλυτη ασφάλεια, ποιον θα θεωρούν τότε μεγάλο ρήτορα, ποιον θα λένε ψεύτη και ολίγιστο, ποιον θα υπερψηφίσουν και ποιον θα στείλουν σπίτι του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News