Αν μου έλεγες ποτέ ότι θα γράψω για τον Παύλο Γιαννακόπουλο, θα σε αποκαλούσα τρελό. Δεν τον γνώρισα τον άνθρωπο ποτέ και ούτε είχαμε κάποιον κοινό σύνδεσμο. Οσον αφορά δε το μπάσκετ, η σχέση μου με το άθλημα κράτησε όσο οι θρίαμβοι της Εθνικής μας με τον Γκάλη, Γιαννάκη κ.λ.π που καμαρωθήκαμε «Ημίθεοι»!
Τότε, γιατί γράφω σήμερα;
Ενα περίεργο πράγμα, με τον θάνατό του ένοιωσα, ότι αυτός ο άνθρωπος είχε καταγραφεί μέσα μου, όπως κάποιες φιγούρες που πέρασαν δίπλα σου, σε κάποιο αεροδρόμιο για παράδειγμα κι απορείς γιατί στρογγυλοκάθησαν στο κεφάλι σου. Ενα κοντό ανθρωπάκι που φορούσε άβολα το κοστούμι του. Ακου τώρα! Οπως το φοράνε οι επαρχιώτες σε γάμους και βαφτίσεις, σαν κάτι που επιβάλλεται από σεβασμό στη στιγμή. Και κάπου τους φεύγει στους ώμους και κάπου παρακατεβαίνει η γραβάτα και είσαι σίγουρη, ότι τους χτυπάει και το καινούργιο τους παπούτσι που τους επέβαλε η γυναίκα τους να αγοράσουν για την περίσταση.
Μου έκανε εντύπωση, ότι είχε πάντα δίπλα του τα αδέλφια του, όπως κάποτε οι Ελληνες ήθελαν να μοιράζονται στην προκοπή τους. «Φωλιές» οικογένειες. Ο ένας για τον άλλον. Εκπαιδευμένοι να υποχωρούν, να κρατάνε σειρά και ιεραρχία, να προστατεύουν. Υπάκουοι σε γονεϊκά -κι ας είναι ασφυκτικά- συνθήματα: «Την αδελφή σου και τα μάτια σου», «Κοίτα παιδί μου να βοηθήσεις και τον αδελφό σου».
Διάβασα ότι έμπαινε στη δουλειά του το πρωί και έφευγε το βράδυ. Ημουν σίγουρη. Οτι και τη γυναίκα του ακόμα, στη δουλειά τη γνώρισε. Και γι’ αυτό ήμουν σίγουρη. Και για το πόσο αμήχανος θα ήταν να της δείξει το ενδιαφέρον του ήμουν σίγουρη κι ας μη μου το είπε αυτό κάποιος. Και η φράση του, όπως διέρρευσε στον Τύπο: «Αλλοι έχουν το καζίνο, άλλοι τα χαρτιά… Μη με ρωτάτε πόσα έχω ξοδέψει για τον Παναθηναϊκό»… Διάβασε τη σεμνότητα πίσω από τη φράση… Καθώς νοιώθει την ανάγκη να δικαιολογήσει το μόνο κέφι «του».
Τελικά φαίνεται, πολύ παρατηρούσα τον Γιαννακόπουλο χωρίς να το ξέρω. Να προχθές, παρακολουθώντας εικόνες από την Εξόδιο ακολουθία του, σκέφτηκα τις διαδρομές του πλούτου στη χώρα μας. Πόσο οι άνθρωποι ξιπάστηκαν, πόσο μεταμφιέστηκαν. Τόσο που ακόμα και οι ίδιοι νομίζω, θα δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους.
Αλλος πήρε μια πουράκλα στο στόμα και μιμούνταν τον καμπόσο, άλλος αγόραζε μια σκαφάρα αλλά συγχρόνως τσιγκουνευόταν τα καύσιμα, άλλος καπάρωνε μια μοντέλα για σύζυγο αλλά φτιαχνόταν με τη χοντρή Βουλγάρα που καθάριζε το σπίτι, μη σου πω ότι φτιαχνόταν με τον κηπουρό, άλλος μεταμφιέστηκε συλλέκτης τέχνης κι ας μη σκάμπαζε την τύφλα του, άλλος κόμπαζε φιλάνθρωπος με δωρεές άλλων, άλλος δήλωνε εναλλακτικός βαθύς καλλιτέχνης αλλά περίμενε τον οδηγό να του ανοίξει τη θηριώδη πόρτα, της θηριώδους τζιπούρας του για να εισέλθει κατάκοπος μετά τη συναυλία του, άλλος γκάνγκστερ-καραγκάνγκστερ και το έπαιζε αθώος άγγελος, άλλος αγόραζε αεροπλάνο κι άλλος σήκωνε άμμο με το ελικόπτερο…
Τι διαδρομές πλούτου! Κλινικές περιπτώσεις. Πόσους ξιπασμένους, αλητήριους, φθηνοπλούσιους είδαμε και βλέπουμε. Τι μεταμφιέσεις αστειότερες και από του καρνάβαλου της Πάτρας!
Και ο Παύλος Γιαννακόπουλος; Μία φιγούρα αυτός… Ιδια στα χρόνια. Δίπλα τ’ αδέλφια του… Και εκείνα τα λάθος νούμερο κοστούμια τους. Οπως τα φοράνε οι επαρχιώτες για να τιμήσουν σεβασμό στη στιγμή κι ας νοιώθουν άβολα. Μια κατηγορία, τέλος! Ναι. Με τον θάνατό αυτού, του αγνώστου σε μένα ένοιωσα, ότι τέλειωσε ένα συγκεκριμένο είδος Ελληνα. Αυτού που όπως ήταν, έτσι έμενε. Πώς να το πω καλύτερα; Ενας Ελληνας που κατέβηκε από το χωριό του και έκανε κόπου προκοπή στην πρωτεύουσα! Αλλά… Και πού δεν κατέβηκε.
ΥΓ Ενώ ετοίμαζα το κείμενό μου… Ακου ωραία σύμπτωση… Αγαπημένος μου φίλος εστιάτορας, απ’ αυτούς που τους προσκυνούν οι πελάτες και πεταρίζουν βλέφαρα οι ωραίες για να βρούνε τραπέζι (κι ωστόσο διατηρεί τα μυαλά του ακέραια στο κεφάλι του) μου έδωσε στοιχεία για τον Παύλο Γιαννακόπουλο ως πελάτη. « Συχνά έτρωγε στο μαγαζί μου. Πολύ σεμνός και καθόλου απαιτητικός, τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του. Και ο μόνος, που οι φύλακές του έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους». Ήμουν σίγουρη, του είπα εγώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News