Ηταν εκείνο το μακρινό καλοκαίρι του 2011. Σαν να λέμε, στις πρώτες δαγκωματιές του Μνημονίου. Πριν, δηλαδή, «ακούσουμε» καλά καλά τη γεύση του. Οι Αγανακτισμένοι είχαν μόλις διαμορφώσει τη νέα πολιτική γεωγραφία της πλατείας Συντάγματος, η Νέα Δημοκρατία έσκιζε μνημόνια στο περιστύλιο και ο προτεσταντικός συνδικαλισμός έπιανε δουλίτσα για να στείλει μήνυμα στην «ξεδοντιάρα, αχόρταγη φαγάνα των εργατικών δικαιωμάτων, την Ευρώπη, ότι εδώ είναι Βαλκάνια όχι τίποτα σνίτσελ και τέτοια» (έχω ακούσει αυτολεξεί τη φράση από αυτοκινητιστή).
Τότε ακριβώς, μέσα από τον κουρνιαχτό που είχαν σηκώσει οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο για την απελευθέρωση διαφόρων επαγγελμάτων, ανάμεσα στα οποία και του ταξί, ξεπρόβαλε η μορφή του προέδρου του ΣΑΤΑ Θύμιου Λυμπερόπουλου. Που, ακόμη και αν δεν υπήρχε, ο Ταραντίνο θα τον είχε, σίγουρα, ανακαλύψει. Δηλαδή, για να καταλάβετε, από τότε που «γνώρισα» τον Θύμιο δεν μπορώ να ξαναδώ το «Pulp Fiction» όπως το έβλεπα άλλοτε. Είναι σαν, από τα μακρινά πλάνα, να λείπει η μορφή του.
Η πολυήμερη απεργία των ταξί, στο δόξα πατρί της τουριστικής σεζόν, την οποία υποστήριξε σθεναρά (επιστρατεύοντας και εξαιρετικά προπς όπως όλη τη γκάμα του σομόν σε πουκάμισα και πολλές τραγιάσκες, αν δεν με απατά η μνήμη μέχρι και κασκέτο καπετάνιου έχει φορέσει) ανέδειξαν τον Λυμπερόπουλο στον απόλυτο σταρ εκείνου του καλοκαιριού. Με τη βούλα της Νέας Δημοκρατίας στη μαρκίζα αυτού του θεάτρου του συνδικαλιστικού σουρεαλισμού.
Δικαίως, για να τα λέμε όλα. Δεν ήταν απεργία αυτή που συντόνισε πανελλαδικά. Υπερπαραγωγή ήταν. Κάτι σαν το «Τζουράσικ Πάρκ» ή την «Επιστροφή των Τζεντάι». Θυμάμαι το Σύνταγμα αποκλεισμένο, σε μεγάλη ακτίνα, από μία κίτρινη θάλασσα λαμαρίνας, τους προπηλακισμούς σε όσους έσπαγαν την απεργία. Δεν θυμάμαι αν είχαμε ξεβρακώματα τύπου Κολλά αλλά, αν δεν είχαμε, ήταν λάθος της παραγωγής. Ελειπαν.
Είχαμε όμως εκείνο το εξαιρετικό εφέ με τα λάδια που έριχναν στον δρόμο μπροστά από αεροδρόμια μην τυχόν και πλησιάσει κανένας γερμανοτσολιάς ταξιτζής και πάρει κανέναν τουρίστα να τον πάει στο ξενοδοχείο του. Ηταν η εποχή που άρχιζες να αφουγκράζεσαι όλο και πιο συχνά, όταν έπιανες κουβέντα για πολιτικά μέσα σε ταξί, την ανάγκη του κόσμου για το καινούργιο που θα ερχόταν να σαρώσει το παλιό: «Μαύρο σε αυτούς που μας έφεραν μέχρι εδώ. Εγώ θα ψηφίσω ή Χρυσή Αυγή ή ΣΥΡΙΖΑ». Οτι το έκαναν, το έκαναν…
Εκείνη την ίδια εποχή ακριβώς, και ενώ τα smart phones είχαν ήδη μπει στη ζωή μας, ένας τύπος, ο Νίκος Δρανδάκης, έσπαγε το κεφάλι του για το πώς θα μπορούσε να χωρέσει στην οθόνη ενός έξυπνου κινητού μια αχανή πιάτσα ταξί διασκορπισμένη σε όλη την Αθήνα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο τύπος τα κατάφερε, το Τaxibeat έγινε πραγματικότητα κι εμείς αναγάγαμε την δακρύβρεχτη ιστορία της ανεύρεσης ταξί, Σάββατο βράδυ με βροχή, σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Προσωπικά, την πρώτη φορά που είδα στην οθόνη το σκιτσάκι του ταξί να πλησιάζει ένοιωσα, περίπου, όπως την πρώτη φορά που μίλησα σε κινητό.
Τα παρακάτω είναι επίσης γνωστά. Η επιτυχία της Τaxibeat ανέβασε τον πήχη του ανταγωνισμού και αναβάθμισε όλον τον κλάδο, κάτι που οφείλουμε να ομολογήσουμε είχε δρομολογηθεί από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε είναι που η είσοδος νέων ανθρώπων και συνειδητοποιημένων επαγγελματιών άρχισαν να σπρώχνουν στη γωνία το προφίλ του «ταρίφα». Τα ραδιοταξί δεν χρέωναν πια την κλήση και ολοένα περισσότεροι εφοδιάζονταν με GPS. Η μετακίνηση στην Αθήνα έγινε, αν όχι πιο εύκολη, τουλάχιστον πιο φιλική στον χρήστη. Εν τω μεταξύ, ο Δρανδάκης πούλησε την εταιρεία του όσο περίπου η κυβέρνηση την ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Α, και ο Λυμπερόπουλος έγινε ΣΥΡΙΖΑ.
Και φτάνουμε στο σήμερα. Ο Λυμπερόπουλος, στον ρόλο του απόλυτου «συνδικάλα», σε ολική επαναφορά. Με λίγο πιο σκούρο μαλλί και εκφορά λόγου που βάζω στοίχημα ότι έκανε τον Πολάκη να σκάσει από το κακό του γιατί δεν σκέφτηκε πρώτος εκείνος αυτό με τις πόρνες στις βιτρίνες του Αμστερνταμ. Αγκαλιά με τον Τσίπρα και τον Σπίρτζη. Και με νομοσχέδιο που βάζει χέρι στο Τaxibeat και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει. Ναι ρε, να βάλουν στη γωνία τους «σταρταπάκηδες» και τη «χιπστεροεπιχειρημάτικότητά» τους.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε εδώ και δυο-τρεις μέρες η μεγαλύτερη ίσως, μετά το δημοψήφισμα, κοινωνική αντίδραση στα χρόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Από τη σύγχρονη μεγάλη πλατεία των σόσιαλ μίντια. Χωρίς ηγέτες, χωρίς στρατηγική, χωρίς συνθήματα, χωρίς φανερό πολιτικό πρόσημο. Πέρα και πάνω από αριστερά, δεξιά και κεντροαριστερά σχήματα. (Αυτά τα σάρωσε η κομματική πορεία του Θύμιου). Και όχι μόνο γιατί το προσχέδιο νόμου που έχει ετοιμάσει ο Σπίρτζης, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Θύμιου και με στοχοποιημένο το Τaxibeat, φωνάζει από μακριά ότι πρόκειται για ένα αδιάντροπο ψηφοθηρικό νταραβέρι που δεν τηρεί καν τα προσχήματα.
Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου, ούτε η αξιολόγηση των οδηγών, ούτε κατά πόσο είναι προσωπικό δεδομένο η δημοσιοποίηση μίας φωτογραφίας όταν γίνεται με την άδεια του φωτογραφούμενου. Oλα αυτά είναι αφορμές και προφάσεις. Στο βάθος υπάρχει μια μεγάλη όχι πολιτική, κοινωνική ή πολιτική αλλά υπαρξιακή σύγκρουση. Εδώ συγκρούονται δύο κόσμοι. Ο πραγματικά παλιός με τον ουσιαστικό καινούργιο. Το προχθές με το μεθαύριο. Ο κρατισμός με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το άρπα κόλα με τη μεθοδικότητα. Το μικροσυμφέρον με το όραμα. Ένα μολύβι χωρίς μύτη με έναν υπολογιστή. Οι ιδεοληψίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με την πραγματική ζωή. Με δυό λόγια, ο κόσμος των Θύμιων με τον κόσμο των Δρανδάκηδων. Ασχέτως αν κάποιος είναι ταξιτζής ή αν χρησιμοποιεί ταξί.
Για να εξηγούμαστε, στεγανοποιημένες ομάδες δεν υφίστανται πουθενά. Υπάρχουν εξαιρετικοί επαγγελματίες οδηγοί με καταπληκτικά, φροντισμένα αυτοκίνητα εκτός Βeat. Και μνημειώδεις ταρίφες στη Βeat (μόλις προχθές έπεσα σε έναν τέτοιον και κατέβηκα άρον άρον). Σε αυτήν τη σύγκρουση όμως ας καταλάβουν κάποιοι ότι ισχύει ό,τι και με το σωληνάριο της οδοντόπαστας. Η ποσότητα που βγήκε δεν ξαναμπαίνει πίσω. Γιατί μπορείς να πείσεις πολλούς ότι η υπερφορολόγηση είναι εθνική ανάγκη. Κανέναν όμως ότι οι κανονιστικοί περιορισμοί στις εφαρμογές του Διαδικτύου και η ποινικοποίηση του like δεν είναι καθεστωτική παρέμβαση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News