Μετά τη χθεσινή εθνική ανάταση της Θεσσαλονίκης, με απασχόλησαν κάποια ερωτήματα. Η αλήθεια είναι βέβαια πιο σκληρή αλλά δεν θα ήθελα τούτη την ώρα της ευθύνης, να δώσω έκταση στο υπαρξιακό μου ζήτημα. Δεν πρόκειται άλλωστε, για απλές αμφιβολίες αλλά για προσωπικές αδιέξοδες αναζητήσεις.
«Μακεδονομάχος γεννιέσαι ή γίνεσαι;», «Το εθνικό φρόνημα ενισχύεται με κάποια ουσία, εμβόλιο, φάρμακο ή κλιματικές επιδράσεις;». Και το πιο επώδυνο για την δική μου, ατομική ισορροπία: «Τι μου έκαναν, τι υπέστην και από ποιον για να μην συμμερίζομαι τις αντιδράσεις των ομοεθνών μου;». «Από πού προκύπτει η αφέλεια που με κατατρύχει;».
Αυτά και άλλα πολλά με βασανίζουν ακόμα. Δεν είναι όμως, η πρώτη φορά. Τα έχω ξαναζήσει με τους «αγανακτισμένους» αλλά και με τους «γερμανοτσολιάδες» στο Σύνταγμα. Και τότε, έψαχνα βαθιά μέσα μου να βρω ποιος είμαι στ’ αλήθεια και γιατί δεν συναισθάνομαι τη «ναζιστική μπότα» των τοκογλύφων να πιέζει το σβέρκο μου. Τι διάολο, αναλγησία με βασανίζει!
Επειδή όμως, δεν μπορώ να κάνω αυτοψυχανάλυση θα αρκεστώ σε υποθέσεις -από ζήλια και προσωπική ανεπάρκεια- να καταγράψω την ερμηνεία μου για τους άλλους. Αυτούς που με συγκλονιστική αυτοπεποίθηση, κουβαλούν μέσα τους ένα ετοιμοπόλεμο μαχητή, εναλλάσσοντας ρόλους. Άλλοτε ως «μακεδονομάχοι» άλλοτε ως «τουρκοφάγοι», «γερμανοκτόνοι», «αντιφασίστες», «σημαιολάγνοι», «ολυμπιακοί», «παναθηναϊκοί» και άλλοτε ως «ορθόδοξοι» και «ορθοδογματικοί».
Το ζήτημα δεν είναι τόσο η μόρφωση, η εγκράτεια, η ιστορική άγνοια και ο οπαδισμός αλλά η διάθεση του «ξεχωρίζειν». Η βεβαιότητα που έχει ο «μακεδονομάχος» και ο «κυνηγός γερμανοτσολιάδων» ότι αν δεν σπεύσει ο ίδιος να σώσει το έθνος ή τον λαό του, όλα θα γύρω μας θα καταρρεύσουν και θα χαθούν. Ότι θα μπουν μέσα οι «οχτροί» να αλώσουν την «Πόλη» μας που τόσο ωραία και φαντασμαγορικά έχουμε πλάσει στη σκέψη μας.
Η άτιμη η Ιστορία όμως, που δεν ακούει από κραυγές και συλλαλητήρια είναι αμείλικτη. 1898, 1922, 1945, 1974 είναι κάποιες από τις ημερομηνίες που οι «μακεδονομάχοι» τις αγνοούν, μολονότι θα έπρεπε να τις γνωρίζουν, ως «ηρωικά κατορθώματα» των προγόνων τους – άσχετο αν οδήγησαν με παρόμοια «συλλαλητήρια» σε πόνο και καταστροφές. Αλλά οι «μακεδονομάχοι» αδιαφορούν για τις ημερομηνίες. Γιατί ξέρουν καλά ότι οι άνθρωποι είναι πάντα πάνω από τους αριθμούς…
Αλλά ας έρθουμε και στο ζητούμενο. Να ονομαστούν τα Σκόπια Μακεδονία; Όχι να μην ονομαστούν! Αλλά δεν θα το αποφασίσει ο Άνθιμος και ο Φράγκος Φραγκούλης – το όνομά του το είδε αυτός ο κύριος; Δεν μου φαίνεται και τόσο ελληνικό… Ούτε και το «ηρωικό φρόνημα» που ξεχειλίζει στις ψυχές κάποιων συμπατριωτών μας. Θα το αποφασίσει η διπλωματία του ελληνικού κράτους η οποία δεν θα έπρεπε να έχει ανάγκη από την εκάστοτε «λαϊκή επίνευση», επιδεικνύοντας το κενό τους.
Να υπογράφαμε τα μνημόνια; Όχι να μην τα υπογράφαμε. Αλλά δεν θα το αποφάσιζαν τα ανόητα ερωτήματα του δημοψηφισμάτων- όπως και έγινε. Θα το αποφάσιζε μια αποφασιστική ηγεσία που θα είχε λάβει τα μέτρα της για να νοικοκυρέψει τη χώρα.
Ούτε το ένα έγινε ούτε το άλλο. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το σπέρμα της γέννησης αλλά και της εμφάνισης των χθεσινών «μακεδονομάχων»: εν προκειμένω, η ανεπάρκεια της ηγεσίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η ανικανότητά του Αλέξη Τσίπρα να κυβερνήσει τη χώρα. Η διαχρονική ανακολουθία των αποφάσεων και το έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ εξουσίας και πολιτών.
Κατά συνέπεια, απολαμβάνοντας το ενωτικό πνεύμα που επικράτησε στην Κοζάνη, όταν ο Βασίλης Καρράς τραγούδησε, σε πίστα, το «Μακεδονία ξακουστή», ανυπομονώ για το μέγιστο των συλλαλητηρίων. Αυτό που θα κατεβάσει εκατομμύρια στους δρόμους να ζήσουμε από κοινού τους μεγάλους μας μύθους. «Μακεδονομάχοι», «διώκτες γερμανοτσολιάδων», «αντιμνημονιακοί», «ρωσόφιλοι», «αντιφασίστες», ενωμένοι και χωρίς αντιπαλότητες μεταξύ μας, μπροστά στον κοινό εχθρό: τον επώδυνο και επικίνδυνο ορθολογισμό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News