Κάποια χείρα, λιγότερο αόρατος από αυτή της αγοράς, έχει ήδη μετατοπίσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το Μακεδονικό σε άλλα ζητήματα. Η διαπραγμάτευση, ωστόσο, για το θέμα αυτό φαίνεται πως προχωρά πλησίστια. Ένα παράθυρο ευκαιρίας ανοίγεται για λύση το οποίο δεν πρέπει να χαθεί. Όποιο κι αν είναι το σημείο αφετηρίας της σκέψης κάποιας/κάποιου, όποια κι αν είναι τα συναισθήματα από τα οποία ενδεχομένως κατακλύζεται, η λογική και το συμφέρον επιτάσσουν η χώρα μας να κινηθεί αποφασιστικά προς την κατεύθυνση συμβιβαστικής λύσης, αλλά και να δείξει στη διεθνή κοινότητα ότι συμπεριφέρεται καλόπιστα και συναινετικά, ώστε να κερδηθεί το (χαμένο μέχρι σήμερα) παιχνίδι των εντυπώσεων και να ενισχύσει η χώρα μας το (ασθενικό στα μάτια της διεθνούς κοινότητας) ηθικό έρεισμα στη διαφορά της με την ΠΓΔΜ.
Αν δεν αξιοποιήσουμε την ευκαιρία που παρουσιάζεται, οι κίνδυνοι που εγκυμονούν είναι δύο:
Ο μείζων κίνδυνος είναι να επικρατήσουν οι φυγόκεντρες δυνάμεις εντός της εύθραυστης «ακατανόμαστης» γείτονος, με αποτέλεσμα τη διάλυσή της και ό,τι άλλο συνεπάγεται ενδεχόμενη αλλαγή συνόρων για χώρες όπως η Βουλγαρία και η (Μεγάλη) Αλβανία στα Βαλκάνια των εθνικισμών και των ανεπούλωτων πληγών.
Ο έτερος κίνδυνος είναι η παγίωση του status quo. Εμείς θα αποκαλούμε το γειτονικό μας κράτος ΠΓΔΜ, Σκόπια, «κρατίδιο» ή και με άλλους, λιγότερο ή περισσότερο, συμπλεγματικούς όρους αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης. Όσο εμείς στρουθοκαμηλίζουμε, ο υπόλοιπος πλανήτης θα συνεχίσει να το αναγνωρίζει ως Μακεδονία. Εμείς θα μετράμε «διαφυγόντα κέρδη» (όχι μόνον οικονομικά), ενώ άλλοι «παίκτες», συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας, θα σφιχταγκαλιάζουν τη γείτονα, καλύπτοντας το κενό που εμείς αφήνουμε.
Αν και έχουν συζητηθεί, εδώ και δεκαετίες πλέον, διεξοδικά όλες οι διαστάσεις του Μακεδονικού, η παρούσα ευκαιρία επίλυσης έχει αναζωογονήσει τον δημόσιο διάλογο στον οποίο συνεισφέρω δια του παρόντος με τις ακόλουθες δύο σκέψεις:
Πρώτον, επικρατεί η λανθασμένη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει ευρεία διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στην ΠΓΔΜ διότι μπορεί να εμποδίσει την ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Με την «ενδιάμεση συμφωνία» που συνομολόγησαν τα δύο κράτη το 1995, η χώρα μας δεσμεύτηκε να μην αντιταχθεί στην εισδοχή της γείτονος με το όνομα ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος. Όταν εμποδίσαμε την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ το 2008, παραβιάσαμε τη διεθνή αυτή υποχρέωσή μας. Μέσα στο ίδιο έτος, η ΠΓΔΜ προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ).
Tο περιθώριο ελιγμών της χώρας μας και η πίεση που μπορεί να ασκήσει σχετικά στην ΠΓΔΜ είναι σαφώς πιο περιορισμένη μετά την καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου των ΗΕ και για όσο η Ελλάδα δεσμεύεται από τη συμφωνία του 1995
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η χώρα μας εκπροσωπήθηκε από μία «dream team» έμπειρων δικηγόρων, αλλοδαπών και Ελλήνων, διεθνούς κλάσης, οι οποίοι υπερασπίστηκαν τη θέση μας υποδειγματικά. Δυστυχώς, αυτό δεν απέτρεψε την καταδίκη της Ελλάδας στα τέλη του 2011 για παραβίαση της προαναφερθείσας διεθνούς σύμβασης, για παραβίαση δηλαδή του διεθνούς δικαίου. Βαρύνοντα ρόλο στην απόδειξη των ισχυρισμών της ΠΓΔΜ έπαιξαν η ανεύθυνη αμετροέπεια των τότε Πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών της χώρας μας, οι οποίοι και διατυμπάνιζαν με κάθε ευκαιρία το βέτο της Ελλάδας στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η σε βάρος μας απόφαση βγήκε με ψήφους δεκαπέντε έναντι μίας. Ο Δικαστής που μειοψήφησε, ο μόνος δηλαδή Δικαστής που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν παρανόμησε, ήταν ο έλληνας ad hoc Δικαστής, ο σεβάσμιος ακαδημαϊκός Εμμανουήλ Ρούκουνας. Πέρα από την αμιγώς νομική διάσταση της απόφασης, η ευρεία σε βάρος μας πλειοψηφία είναι ενδεικτική της διεθνούς απομόνωσης της Ελλάδας στο Μακεδονικό. Πριν από τη μάχη της νομιμότητας (legality), η χώρα μας είχε χάσει τη μάχη της ηθικής νομιμοποίησης (legitimacy).
Η διεθνής συμφωνία του 1995 είναι σε ισχύ. Εξακολουθεί να δεσμεύει τη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι καθίσταται δύσκολο να χρησιμοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση ως μοχλό πίεσης την εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Δεν υποστηρίζω ότι είναι νομικά αδύνατο να αποφευχθεί πρόσκληση του ΝΑΤΟ στη γείτονα να ενταχθεί στις τάξεις του. Νομικά εργαλεία (όπως τα αντίμετρα), ή/και κατάλληλοι διπλωματικοί χειρισμοί που θα επέτρεπαν να μην αποδοθεί στην Ελλάδα τυχόν ναυάγιο στα σχέδια ένταξης, μπορούν να μας δώσουν διαπραγματευτική ισχύ. Τέτοιου είδους σχεδιασμοί απαιτούν καλά προετοιμασμένους, λεπτούς νομικούς και πολιτικούς χειρισμούς, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και με κλειστά τα αυτιά στις σειρήνες του λαϊκισμού. Σε κάθε όμως περίπτωση, το περιθώριο ελιγμών της χώρας μας και η πίεση που μπορεί να ασκήσει σχετικά στην ΠΓΔΜ είναι σαφώς πιο περιορισμένη μετά την καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου των ΗΕ και για όσο η Ελλάδα δεσμεύεται από τη συμφωνία του 1995.
Στην απόφασή του, το Διεθνές Δικαστήριο υπήρξε ιδιαιτέρως «διπλωματικό» και επιεικές απέναντί μας όταν έκρινε ότι δεν χρειάζεται να μας υποχρεώσει να απόσχουμε από μελλοντικές παραβιάσεις της υποχρέωσης να μην εμποδίσουμε την ένταξη της γείτονος σε διεθνείς οργανισμούς με το όνομα ΠΓΔΜ, καθώς δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ότι θα επαναλάβουμε την ίδια παραβίαση για την οποία μας καταδίκασε. Τόσο το δίκαιο της διεθνούς ευθύνης κρατών (υπό προϋποθέσεις, εγγυήσεις μη επανάληψης παράνομης συμπεριφοράς), όσο και η συμφωνία του 1995 απαγορεύουν στην Ελλάδα να εμποδίσει την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για μία χώρα όπως η δική μας, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου από όλα τα κράτη είναι ζωτικής σημασίας. Για να μπορεί η Ελλάδα να επαίρεται ότι είναι χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο, για να μπορεί κυρίως να αξιώνει από άλλα κράτη το σεβασμό του, πρέπει πρώτα να το σέβεται η ίδια. Ούτε επιτρέπεται νομικά, ούτε και μας συμφέρει πολιτικά, να καταγνωστεί εκ νέου η διεθνή μας ευθύνη για παραβίαση της σύμβασης του 1995.
Αν κριθεί από την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού της, ότι το Σύνταγμα ή άλλος κανόνας δικαίου της γείτονος εγείρει ζητήματα αλυτρωτισμού που πρέπει να αφαιρεθούν, τότε πρέπει να δεσμευτεί διεθνώς η ΠΓΔΜ για αλλαγή τους κατά τρόπο ρητό
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, θέση που διατυπώθηκε ότι το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού δικαίου και άρα δεν απαιτείται να αλλάξει το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ. Η διαφωνία μου δεν αφορά στο αν και κατά πόσο είναι ευκταία η αλλαγή του εν λόγω Συντάγματος. Δεν εξετάζω δηλαδή εδώ αν το Σύνταγμα της γείτονος περιέχει αλυτρωτικές διατάξεις που είναι πηγή κινδύνων η οποία πρέπει να εξαλειφθεί. Ούτε και εξετάζω αν, από πολιτικής πλευράς και στη λογική μίας διαπραγμάτευσης που ενέχει δούναι και λαβείν, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, αλλά και υπολογισμό του ενδεχόμενου και της δύναμης του αντισυμβαλλόμενου να αθετήσει στο μέλλον μία συμβατική του υποχρέωση, η Ελλάδα πρέπει να δεσμεύσει τη γείτονα να αλλάξει το Σύνταγμά της. Αν, όμως, κριθεί από την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού της, ότι το Σύνταγμα ή άλλος κανόνας δικαίου της γείτονος εγείρει ζητήματα αλυτρωτισμού που πρέπει να αφαιρεθούν, τότε πρέπει να δεσμευτεί διεθνώς η ΠΓΔΜ για αλλαγή τους κατά τρόπο ρητό (υποχρεώσεις αποτελέσματος) που θα απαγορεύει συνάμα νομοθέτηση τέτοιου είδους κανόνων στο μέλλον. Αυτό διότι η διατυπωθείσα θέση ότι το διεθνές δίκαιο υπερισχύει έναντι του εσωτερικού και άρα αρκεί (ήτοι δεν χρειάζεται τροποποίηση του εσωτερικού) πάσχει.
Το θέμα σχέσης και ιεραρχίας μεταξύ εσωτερικού και διεθνούς δικαίου είναι πολύπλοκο θεωρητικά (μονισμός ή δυαδισμός), αλλά και πρακτικά. Όντως, η συμμόρφωση με το αντίθετο προς το διεθνές, εθνικό/εσωτερικό δίκαιο δεν δικαιολογεί παραβιάσεις του διεθνούς δίκαιου. Άρα, οδηγεί σε διεθνή ευθύνη του κράτους. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται πρωταρχία του διεθνούς δικαίου έναντι του εσωτερικού.
Για να δώσω ένα (όχι τυχαία επιλεγμένο) παράδειγμα, στο ζήτημα του «βασικού μετόχου» το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έκρινε ότι -στο βαθμό που περιέχει ένα απόλυτο ασυμβίβαστο μη επιδεχόμενο ελαστικότητα στην ερμηνεία βάσει της αρχής της αναλογικότητας- το ελληνικό δίκαιο αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι στην έννομη τάξη της ΕΕ η πρωταρχία του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού είναι πολύ πιο εμπεδωμένη σε σχέση με την πρωταρχία του διεθνούς δικαίου έναντι του εθνικού, το γεγονός ότι στο ελληνικό Σύνταγμα εξακολουθεί να υφίσταται η διάταξη για τον βασικό μέτοχο σημαίνει ότι οι ελληνικές (δικαστικές και μη) αρχές μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να στηριχθούν στη συνταγματική αυτή διάταξη και να την ερμηνεύσουν και εφαρμόσουν κατά τρόπο που θα παραβίαζε το δίκαιο της ΕΕ.
Ένα τέτοιο σενάριο θα συνεπαγόταν ευθύνη της Ελλάδας από την πλευρά και στη βάση της έννομης τάξης της ΕΕ. Τυπικά, όμως, αφήνει το εθνικό Σύνταγμα αλώβητο. Για όσο καιρό η πρόβλεψη για τον βασικό μέτοχο μένει ως έχει στο ελληνικό Σύνταγμα, εναπόκειται πρωτίστως στην ελληνική Πολιτεία και στα όργανά της να την ερμηνεύσουν και να την εφαρμόσουν. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να επιλέξουν να παραβιάσουν (ή έστω παραγκωνίσουν, καταστήσουν ανενεργό ή ερμηνεύσουν δημιουργικά, κατά τρόπο που εναρμονίζει τις δύο έννομες τάξεις) το ελληνικό Σύνταγμα, προκειμένου να συμμορφωθεί η χώρα μας με την έννομη τάξη της ΕΕ και τους σκοπούς ολοκλήρωσης που αυτή επιδιώκει. Μπορούν, όμως, και να δώσουν προτεραιότητα στο εθνικό Σύνταγμα κατά τρόπο που συνιστά παραβίαση του δικαίου της ΕΕ και, συνακόλουθα, επιφέρει τις συνέπειες και νομική ευθύνη που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ.
Με την ίδια λογική, αν θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ εμπεριέχει αλυτρωτικές διατάξεις που πρέπει να «εξουδετερωθούν», μία διατύπωση σαν αυτή του άρθρου 6 της σύμβασης του 1995 (με την οποία η ΠΓΔΜ δηλώνει και δεσμεύεται ότι το Σύνταγμά της και διατάξεις αυτού δεν μπορούν και δεν πρέπει να ερμηνευθούν ποτέ ως αλυτρωτικές) δεν καλύπτει νομικά επαρκώς την ελληνική πλευρά. Μπορεί να δεσμεύει διεθνώς την ΠΓΔΜ και να οδηγεί δυνητικά σε διεθνή ευθύνη της σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης, δεν κατισχύει όμως αναγκαστικά (παρά μόνο αν και για όσο το ορίζει το Σύνταγμά της ΠΓΔΜ) του εσωτερικού της δικαίου. Δεσμεύει από την πλευρά της διεθνούς έννομης τάξης την ΠΓΔΜ, αλλά δεν εξαλείφει το αντίθετο με τις διεθνείς της υποχρεώσεις εσωτερικό δίκαιο το οποίο δημιουργεί (συνταγματικές) υποχρεώσεις και παρέχει νομικά ερείσματα στο εσωτερικό της γείτονος. Ανά πάσα στιγμή, οι αρχές της ΠΓΔΜ μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόσουν (κατά προτεραιότητα) το εθνικό δίκαιο, έστω κι αν με αυτό τον τρόπο διαπράττουν διεθνώς παράνομη πράξη.
Σκοπός μίας μελλοντικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ θα είναι να επιλύσει τη μεταξύ τους διαφορά οριστικά. Αν υπάρχουν εθνικοί κανόνες δικαίου που προβληματίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, η συμφωνία θα πρέπει να τους εντοπίζει και να προβλέπει ρητά την υποχρέωση απάλειψής τους εντός τακτού, εύλογου και ρεαλιστικού χρονικού διαστήματος (πριν από και ως προϋπόθεση για ένταξη στην ΕΕ, για παράδειγμα), αλλά και μη νομοθέτησης στο μέλλον τέτοιων κανόνων.
*Ο δρ. Βασίλης Π. Τζεβελέκος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News