Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης είναι μία από τις κρισιμότερες και σημαντικότερες σε μία ευνομούμενη δημοκρατία. Παρά ταύτα, δυστυχώς δεν πρόκειται για κάτι που απασχολεί ιδιαιτέρως τους πολίτες.
Δυστυχέστερα, τις περισσότερες φορές επιχειρείται μία τέτοια συζήτηση και διαδικασία από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για λόγους μικροκομματικούς ή ακόμη χειρότερα, με στόχο την διαμόρφωση θεσμικού περιβάλλοντος που θα εξυπηρετεί άλλους σκοπούς.
Την σχετική συζήτηση στην τρέχουσα πολιτική περίοδο είχε ανοίξει ο Αλέξης Τσίπρας. Με φιέστες στο προαύλιο της Βουλής, σύσταση διαφόρων ετερόκλητων επιτροπών δήθεν διαλόγου και κατάθεση νεφελωδών προτάσεων περί δημοψηφισμάτων, διαδικασιών ακύρωσης νόμων και άλλων ακροβατικών.
Είναι γνωστό ότι η πρόθεση του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρουν τη συζήτηση για το Σύνταγμα παραμένει. Ομως όσο αυτό συζητείται στο παρασκήνιο, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και η πλειοψηφία είναι αυτοί που καλλιεργούν ένα εκρηκτικό πολιτικό περιβάλλον, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να διαμορφώσουν μία αίσθηση καταπάτησης θεμελιωδών συνταγματικών αρχών (βλ. διάκριση εξουσιών) και εν πολλοίς αμφισβητούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Οπως και να ‘χει, η επιφύλαξη για τις διαθέσεις της κυβέρνησης και τις πραγματικές της προθέσεις εν όψει μίας συνταγματικής αναθεώρησης είναι δικαιολογημένη.
Και αυτό έως και προσφάτως ήταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κοινός τόπος μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Εχει επισημανθεί σε ανύποπτο χρόνο από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, ο οποίος το επανέλαβε σε πρόσφατο άρθρο του στα «ΝΕΑ», σημειώνοντας, αφενός, ότι: «Δεν συντρέχουν οι απαραίτητες πολιτικές προϋποθέσεις λόγω της σημερινής κυβέρνησης» και αφετέρου ότι: «Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον κατάλληλο για αναθεώρηση, όταν το κύριο πρόβλημα είναι ο εκβιασμός των θεσμών, η έκπτωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, η καταρράκωση της διάκρισης των εξουσιών, η προσβολή της εσωτερικής και εξωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης».
Εν τέλει, χωρίς συναίνεση συνταγματική αναθεώρηση δεν νοείται και δεν έχει γίνει ποτέ μέχρι σήμερα. Αλλωστε, μία από τις σοφές πρόνοιες του υπάρχοντος Συντάγματος, ορίζει ότι το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων απαιτεί πλειοψηφία 180 βουλευτών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μεγάλο ερώτημα είναι για ποιον λόγο βιάζεται η Φώφη Γεννηματά και προχωρεί σε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. Τι είναι αυτό που την κάνει να επισημαίνει στην επιστολή της προς του αρχηγούς και τον Πρόεδρο της Βουλής: «Προκειμένου να μη χαθεί η ευκαιρία αναθεώρησης από την παρούσα Βουλή, σας αποστέλλω τις προτάσεις που έχουμε επεξεργαστεί για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και την αναβάθμιση του κύρους των θεσμών και του κράτους δικαίου»;
Γιατί πρόκειται περί ευκαιρίας;
Οποιο και αν είναι το κίνητρό της, η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ και ζητεί την συναίνεσή του. Αλλωστε, χωρίς αυτήν δεν υπάρχει αναθεωρητική διαδικασία.
Μοιραία κάτι τέτοιο δημιουργεί σύγχυση, ειδικώς αν αναλογιστεί κάποιος ότι μόλις πριν από μερικές ημέρες είχε προκύψει μείζον θέμα επειδή ο Σταύρος Θεοδωράκης αποδέχθηκε την πρόσκληση του Πρωθυπουργού να συζητήσουν για το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Μία επιφανειακή και αθώα εξήγηση για όλα αυτά είναι η αγωνία ανάληψης πρωτοβουλίας και παρουσίασης προτάσεων.
Μία άλλη είναι η αγωνία αποστασιοποίησης από τη «Δεξιά».
Μία τρίτη, η έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής, που μπορεί να διανθιστεί και με πολλούς άλλους χαρακτηρισμούς.
Ο καθένας μπορεί να επιλέξει ποια από τις τρεις είναι η χειρότερη εκδοχή…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News