Κάθε αξιολόγηση συνιστά και μία πύρρειο νίκη σε μία αέναη μάχη με το χρόνο, τις κοινωνικές αντοχές, την πολιτική σταθερότητα. Πύρρειο νίκη γιατί ενώ κάνουμε ένα βήμα μπρος καταλήγουμε να χάνουμε πολύτιμο χρόνο που μας γυρίζει εν τέλει χρόνια πίσω.
Μπαίνουμε σταδιακά στην τελευταία φάση της πρώτης φάσης της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης που απέκτησε και ευρωπαϊκές προεκτάσεις σε όλα τα επίπεδα.
Η πρώτη φάση ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018. Το 3ο Μνημόνιο ολοκληρώνεται τότε και με δεδομένη τη βούληση Γερμανίας, Γαλλίας και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να αρχίσει να ξετυλίγεται ο νέος μίτος της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Σενάρια Γιούνκερ κλπ), αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η έναρξη μίας νέας φάσης και για την Ελλάδα.
Μπορεί να θεωρούμε -και σωστά- ότι στο τέλος η αξιολόγηση πάντα κλείνει. Όμως, η μεγάλη δοκιμασία της Ελλάδος θα είναι η 3η αξιολόγηση που θα ξεκινήσει Οκτώβριο του 2017.
Πολλοί λανθασμένα έχουν εκτιμήσει ότι η τρίτη αξιολόγηση επειδή εστιάζεται στην ανάπτυξη θα είναι σχεδόν περίπατος. Δεν ισχύει. Η 3η αξιολόγηση θα φέρει στην επιφάνεια δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα, αλλά αρνείται το πολιτικό σύστημα να σηκώσει στις πλάτες του.
Μεταξύ των παρεμβάσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, είναι η ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές αγοράς έως τον Δεκέμβριο, οι νέες αλλαγές στο καθεστώς του ΦΠΑ, η αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των μελών των σωματείων, πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά.
Επίσης, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλάζουν οι όροι χορήγησης των αναπηρικών και των οικογενειακών επιδομάτων, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο, καθώς και την επιλογή προϊσταμένων.
Η 3η αξιολόγηση θα είναι πιο βαριά σε σχέση με την 2η αξιολόγηση και θα χρειαστεί και αυτή μήνες για να ολοκληρωθεί.
Η 3η αξιολόγηση θα είναι μια μεγάλη δοκιμασία για την Ελλάδα, μία μεγάλη ευκαιρία να ανταποκριθεί σύντομα και ριζικά στις μεταρρυθμίσεις και έτσι να απομονώσει όσους θέλουν να ενεργοποιήσουν το σχέδιο της ελληνικής μοναξιάς.
Το κλειδί της χαλάρωσης
Η ένταξη της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν συνιστά μόνο συμβολική πράξη όπως είπε ο υπουργός κ. Παπαδημητρίου. Με δεδομένο όπως είπαμε, τη λήξη του προγράμματος σε έναν χρόνο, το κλειδί για την Ελλάδα είναι η φερεγγυότητα της που θα ορίσει σε μεγάλο βαθμό και την ικανότητά της να αξιοποιήσει τις αγορές.
Σε επισήμανσή της στους πελάτες της, η HSBC προειδοποίησε ότι η Αθήνα χρειάζεται σημαντική βοήθεια από τους πιστωτές της, αν θέλει τελικά να αποσύρει τις δόσεις των αξιολογήσεων και να εκμεταλλευτεί τις αγορές. Σύμφωνα με την τράπεζα οι Θεσμοί πρέπει να βρουν δημιουργικούς τρόπους για να μειώσουν το χρέος στο 180% μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει η Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, ως μία ψήφος εμπιστοσύνης στη χώρα και ως ένα θετικό σημάδι για τους επενδυτές. Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι χρειάζεται επίσης περισσότερες εγγυήσεις για τη διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας πριν από την είσοδο σε οποιαδήποτε QE.
Ως εκ τούτου οι επιλογές περιορίζονται…
Χωρίς υποστήριξη από το QE της ΕΚΤ ή τον ESM, το Eurogroup θα κληθεί τελικά να δώσει μεγαλύτερη σαφήνεια ως προς την ελάφρυνση του χρέους, αλλά πιθανότατα θα είναι πολύ αργά για μια καθαρή έξοδο στις αγορές ή ακόμα και για ένα προληπτικό πρόγραμμα ECCL.
Και εδώ ανακύπτει ο κίνδυνος η Ελλάδα να χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης, σαν τα προηγούμενα. Αυτό όμως, θα ήταν το χειρότερο σενάριο για την Ελλάδα, τους πιστωτές της και τους επενδυτές, αφού η οικονομία αγωνίστηκε να κερδίσει ξανά λίγη από τη δυναμική της μετά την απώλεια 27% του ΑΕΠ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News