Η επίσκεψη του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα είναι η πρώτη που πραγματοποιεί τούρκος αρχηγός του κράτους εδώ και 65 χρόνια. Η τελευταία ήταν πριν γίνει ανεξάρτητη η Κύπρος και πριν από το πογκρόμ του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, μια ωμότητα που σήμανε το τέλος της μακρόβιας ελληνικής μειονότητας της πόλης. Πολλά συνέβησαν έκτοτε στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Στην αρνητική πλευρά καταγράφεται η τουρκική εισβολή και η κατοχή, από το 1974, της βόρειας Κύπρου, και πιο πρόσφατα, η συνεχής ροή προσφύγων, μέσω της Τουρκίας, κατ’ όνομα προς την Ευρώπη, αλλά ουσιαστικά προς την Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έκανε χοντρά λάθη στη διαχείριση αυτής της κρίσης, αξιοποιώντας ελλιπώς ή προς λάθος κατευθύνσεις τα σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια και δημιουργώντας «χώρους φιλοξενίας», όπως αποκαλούνται, οι οποίοι θυμίζουν περισσότερο στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι η Τουρκία διαχειρίζεται τη ροή των προσφύγων, ελέγχοντας τον αριθμό τους, ως μέσο άσκησης πίεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά τη θετική πλευρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων… δεν υπάρχουν πολλά να επισημάνει κάποιος, εκτός και αν προσμετρήσει το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των δύο χωρών συνομιλούν πολιτισμένα και προέβησαν σε προσπάθειες επίλυσης της κυπριακής εμπλοκής, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα.
Δεδομένων όλων αυτών, και λαμβάνοντας υπόψη τις ολοένα και περισσότερο αυταρχικές πολιτικές που εφαρμόζει ο Ερντογάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η πρόσκλησή του από έναν πρωθυπουργό που δηλώνει ότι προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα φαντάζει περίεργη. Αναμφίβολα ο Τσίπρας, παρά τη φθίνουσα δημοτικότητά του, θεωρεί πως είναι κατά πολύ σημαντικότερος στη διεθνή σκηνή από όσο πραγματικά είναι. Από την επιλογή του να γελοιοποιείται, μιλώντας απαράδεκτα αγγλικά κατά τις επισκέψεις του στο εξωτερικό, έως την θλιβερή απόπειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο του μεγάλου ευρωπαίου πολιτικού άνδρα -όπως αποδεικνύει η πρόσφατη «συμβουλή» που έδωσε στον Μάρτιν Σουλτς για το σχηματισμό κυβέρνησης με την Άνγκελα Μέρκελ- ο Τσίπρας υπερεκτιμά τον εαυτό του στα όρια του διασκεδαστικού.
Είναι δύσκολο να μπει κανείς στο μυαλό ενός ηγέτη που τον κατέλαβε η ύβρις, αλλά υποψιάζομαι ότι ο Τσίπρας θεωρεί πως προσκαλώντας τον Ερντογάν λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στην Τουρκία και τον υπόλοιπο κόσμο – άλλη μια αυταπάτη. Αδιαμφισβήτητα υπάρχουν σημαντικά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών που χρήζουν επίλυσης -το Προσφυγικό και το Κυπριακό- καθώς και πιο κοινότοπα θέματα όπως οι θαλάσσιες οδοί και οι σιδηρόδρομοι. Αλλά ένας πιο έξυπνος πρωθυπουργός θα άφηνε τα λιγότερο σημαντικά στους υπουργούς του, και κάποιος με αίσθηση της πραγματικότητας δεν θα αντιμετώπιζε τα σημαντικά ζητήματα σε ανώτατο επίπεδο έως ότου αυτά επιλυθούν σε κατώτερο επίπεδο – κάτι που σίγουρα δεν συμβαίνει.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, μόνον ο Ερντογάν μπορεί να ευελπιστεί πως θα επωφεληθεί από την επίσκεψή του στην Ελλάδα, τουλάχιστον στο εσωτερικό του μέτωπο. Η επίσκεψή του στη Θράκη με στόχο να απευθυνθεί στη τουρκική / μουσουλμανική κοινότητα θα τονώσει την εικόνα του που ο ίδιος αρέσκεται να εμφανίζει, ως του «πατέρα όλων των Τούρκων». Και καθώς απομονώνεται ολοένα και περισσότερο από τη Δύση, με τους ευρωπαίους ηγέτες να καταδικάζουν τον αυταρχισμό του, το ταξίδι στην Ελλάδα επιτρέπει στον Ερντογάν να λέει στο εσωτερικό ακροατήριο ότι εξακολουθεί να έχει καλές σχέσεις «με την Ευρώπη». Αλλά ο Ερντογάν δεν είναι ηλίθιος ώστε να πιστεύει πραγματικά ότι ο Τσίπρας είναι ένας σοβαρός εκπρόσωπος της Ευρώπης.
Στην πραγματικότητα, η ατζέντα του Ερντογάν είναι άλλη και την προωθεί από την απόπειρα πραξικοπήματος κι έπειτα, όταν οκτώ χαμηλόβαθμοι τούρκοι αξιωματικοί, μέλη πληρώματος ελικοπτέρων διάσωσης, ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα. Τότε ο Τσίπρας είχε υποσχεθεί κατ’ επανάληψη στον Ερντογάν ότι οι αεροπόροι θα εκδοθούν. Δίχως, ωστόσο, να έχει το συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει, με αποτέλεσμα να ταπεινωθεί όταν η ελληνική Δικαιοσύνη αρνήθηκε να υποκύψει στις πολιτικές πιέσεις και αποφάνθηκε κατά της έκδοσής τους.
Ο Ερντογάν έγινε πυρ και μανία. Θεωρεί το ζήτημα της έκδοσης των αεροπόρων μια μεγάλη συμβολική μάχη, όχι γιατί είναι σημαντικά πρόσωπα αλλά διότι επέλεξαν να καταφύγουν στον «αιώνιο εχθρό», σύμφωνα με την εθνικιστική μυθολογία του, ώστε να σωθούν. Θα συνεχίσει να πιέζει τον Τσίπρα για την έκδοσή τους, όπως επίσης και για την έκδοση πολλών άλλων Τούρκων που έχουν καταθέσει αίτηση χορήγησης ασύλου και τους οποίους έχει δημόσια χαρακτηρίσει «τρομοκράτες, προδότες και δολοφόνους». Αλίμονο στο τεκμήριο της αθωότητας και στη δίκαιη δίκη!
Η εφημερίδα «Aksam», που ανήκει στον επιχειρηματία και φίλο του Ερντογάν Ετέμ Σαντσάκ, έγραψε την Κυριακή ότι ο Τσίπρας «υποσχέθηκε πως θα δώσει τους οκτώ αεροπόρους στον Ερντογάν για να τους πάρει πίσω στην Τουρκία». Θεωρώ πως ούτε καν ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, εκτός και αν θέλει να πάρει το ρίσκο να παραβιάσει βασικά άρθρα του Συντάγματος και δεκάδες νόμους. Αλλά θα μπορούσε να αποδεχτεί από τον Ερντογάν «εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη», την «πρόσκληση ανεξάρτητων παρατηρητών στη δίκη» και άλλα παρόμοια που ο ίδιος και οι υπουργοί του θα αποπειραθούν να χρησιμοποιήσουν, παρασκηνιακά, για να κάμψουν τη βούληση των δικαστών.
Η ελληνική κοινωνία των πολιτών αντέδρασε αποφασιστικά πέρυσι, όταν επιχειρήθηκε μια άμεση παραβίαση των δημοκρατικών αρχών μας μέσω της πίεσης που άσκησε η κυβέρνηση στη δικαστική εξουσία για την απέλαση των οκτώ αεροπόρων και θα πράξει αναλόγως εάν προκύψει η ανάγκη. Εάν οι οκτώ αεροπόροι, αλλά και άλλοι τούρκοι πολίτες που διέφυγαν από το αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν, σταλούν πίσω στους βασανιστές τους, είτε μέσω ξεκάθαρα παράνομων ενεργειών, είτε μέσω των απαράδεκτων προσπαθειών της κυβέρνησης να καταργήσει τη διάκριση των εξουσιών, αυτό θα είναι μια βαριά προσβολή σε κάθε Αρχή που διέπει μια δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία. Οι δημοκράτες Έλληνες δεν θα το επιτρέψουν.
* To κείμενο είναι αναδημοσίευση άρθρου που δημοσιεύτηκε στη Libération.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News