Το σεξ για τις γυναίκες είναι ντροπή: αυτό πιστεύουν βαθιά, υποσυνείδητα, διάφοροι τύποι σαν τον Στάθη Παναγιωτόπουλο, ακόμα κι αν το κρύβουν καλά πίσω από διεστραμμένες απόψεις περί σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αυτό δείχνουν να πιστεύουν, παραδόξως, και όσοι έψαξαν τις επόμενες μέρες από τις αποκαλύψεις να βρουν τα «ροζ» βίντεο των κοριτσιών που τον κατήγγειλαν. Ηθελαν να δουν το πρόσωπό τους, να κρίνουν τις «επιδόσεις» τους και έπειτα να επιστρέψουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προειδοποιήσουν τις υπόλοιπες ότι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές, σοβαρές και υπεύθυνες – να προσέξουν για να μην καταστραφούν, για να συνεχίσουν να είναι «κορίτσια για σπίτι». Το ανάθεμα στον θύτη είναι η δεύτερη σκέψη. Γιατί, στο μυαλό τους, το σεξ δεν είναι μόνο ντροπή. Είναι και υποταγή.
Μια γυναίκα που συναινεί να βιντεοσκοπηθεί από τον σύντροφό της, χωρίς πίεση βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα τα έχει βρει με τον εαυτό της και με το σώμα της. Η πλειονότητα των βίντεο που καταλήγουν στον σωλήνα των πορνογραφικών σάιτ, όμως, απεικονίζουν εκείνες που είτε δεν ήξεραν ότι τις τραβούν είτε δεν δέχτηκαν ποτέ το υλικό αυτό να γίνει δημόσιο, πόσο μάλλον προϊόν κερδοσκοπίας. Η σημασία της συναίνεσης διπλασιάζεται από την ίδια τη συνθήκη: όλη η βιομηχανία του πορνό, από τα πιο ερασιτεχνικά έως τα πιο επαγγελματικά κλιπ, φτιάχτηκε με το μυαλό προσηλωμένο στην ανδρική και όχι στη γυναικεία ευχαρίστηση. Τα χαρακτηριστικά των γυναικών, επαγγελματιών ή μη, είναι αυτά που πάντα φαίνονται στην κάμερα. Ο «σκηνοθέτης», αν το θέλει ο ίδιος ή αν το επιτάσσει το σενάριο, κρατάει κρυφή την ταυτότητά του, γιατί το αντικείμενο προς έκθεση δεν είναι εκείνος. Η ίδια επιλογή δεν υπάρχει για την παρτενέρ του –ποιος νοιάζεται, όμως, αλήθεια; Το τέλος κάθε σκηνής έρχεται με τον δικό του οργασμό, όχι με τον δικό της.
Προσπαθούμε να βρούμε τις σωστές λέξεις να μιλήσουμε για το revenge porn, για τον ψηφιακό διασυρμό γυναικών που ανακαλύπτουν ξαφνικά πως οι προσωπικές στιγμές τους βρίσκονται στο Διαδίκτυο επειδή τόλμησαν (!) να χωρίσουν ή γιατί «εμπιστεύτηκαν τον λάθος άνθρωπο». Στην ουσία, ψάχνουμε να βρούμε τι ποινή αρμόζει σε έναν ψηφιακό βιασμό –όταν αυτή οριστεί, όλα φαινομενικά θα τελειώσουν.
Τα άγνωστα θύματα, όπως η γυναίκα που δημοσιοποίησε την πρώτη ιστορία για τον Παναγιωτόπουλο ή η Λίνα Κοεμτζή που αυτοκτόνησε γιατί εκβιάστηκε, κερδίζουν περισσότερη συμπάθεια από την κοινή γνώμη. Η κοινωνία δεν έδειξε παρόμοια κατανόηση στην Ιωάννα Τούνη ή στις παίκτριες ριάλιτι που εξίσου τολμηρά θέλησαν να βγάλουν από πάνω τους την ενοχή και το ρεζίλι που τους φορτώθηκε –όχι μόνο γιατί «εξαπατήθηκαν», αλλά γιατί ο πειρασμός τους, η σεξουαλική τους ζωή, χρησιμοποιήθηκε εν αγνοία τους και παρά τη θέλησή τους.
Προσπαθούμε να βρούμε τις σωστές λέξεις και δεν τις βρίσκουμε. Μάθαμε, ανεξαρτήτως φύλου, να μη μιλάμε για μια γυναίκα που κάνει σεξ, παρά μόνο για να τη μειώσουμε. Πέραν των βαριών ποινών που βρίσκονται στα σκαριά για τους θύτες, πέραν της κατακραυγής που φέρνει η επικαιρότητα και η αναγνωρισιμότητά τους, σημασία έχει να φωνάζουμε αυτά που θέλουμε και αυτά που δεν θέλουμε, να γνωρίζουμε τα όρια του «ναι» και του «όχι» και, κυρίως, να σπάμε την ντροπή. Τη δική τους και τη δική μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News