Με αφορμή την ανακριβή αναμετάδοση των δηλώσεων του Γέρουν Ντάισελμπλουμ από την εκπομπή «Αίθουσα Σύνταξης» και τον «εντατικό» (σ.σ.: για να το πούμε κομψά) τρόπο που προβάλλονται οι κυβερνητικές θέσεις από την ΕΡΤ ξέσπασε πάλι η γνωστή συζήτηση: «χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης», «κυβερνητική προπαγάνδα» κοκ. Ολο το γνωστό ρεπερτόριο περί ελλείμματος πολυφωνίας.
Ας χαλαρώσουμε. Γιατί όντως μια εκπομπή που αυτοαποκαλείται ενημερωτική αν θέλει να αλλάξει την πραγματικότητα επειδή δεν συμφωνεί μαζί της μπορεί να το κάνει. Αλλά αυτό δεν ονομάζεται προπαγάνδα. Ονομάζεται κωμωδία.
Πιο καθαρά: εκείνοι που πιστεύουν πως εκπομπές σαν την «Αίθουσα Σύνταξης» επηρεάζουν πραγματικά την κοινή γνώμη υπέρ της κυβέρνησης έχουν να αντιμετωπίσουν το εξής πρόβλημα: ένα τηλεοπτικό προϊόν που το συζητούν (και συνήθως όχι θετικά…) πολλοί περισσότεροι από όσους το βλέπουν. Αυτό δίνει μεν στην εκπομπή μεγάλη ψυχαγωγική αξία. Αλλά – για να εξηγούμαστε – σε καμία περίπτωση δεν την αναβαθμίζει σε «προπαγάνδα».
Γι’ αυτό και η αντιπολίτευση μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει τις αντιδράσεις της. Αν δεν βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος (σ.σ.: για να θυμηθούμε κάτι συνεντεύξεις – Φαλκονέρες του Αντώνη Σαμαρά…) θα έπρεπε ήδη να το έχει καταλάβει. Την συμφέρει η παρουσία τόσων φωνών που δεν ενδιαφέρονται να κρατήσουν ούτε τα προσχήματα (σ.σ.: θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από απλούς εκφωνητές που απλώς διαβάζουν τα non-paper του Μαξίμου). Γιατί επικοινωνεί απόγνωση. Επικοινωνεί πανικό.
Κανονικά δηλαδή η Νέα Δημοκρατία αντί να προβαίνει σε καταγγελίες θα έπρεπε να ζητά η συγκεκριμένη εκπομπή να γίνει τρίωρη. Τουλάχιστον. Εικοσιτετράωρη αν είναι δυνατόν. Αλλιώς είναι σαν να θεωρεί πως το κοινό είναι ηλίθιο που ακούει παθητικά ό,τι του σερβίρουν. Και αυτό δείχνει κάτι και για εκείνη. Κάτι όχι καλό.
Καλώς ή κακώς δεν μπορεί να κάνει ο καθένας προπαγάνδα. Πρόκειται για μια πολύ πιο δύσκολη «τέχνη». Που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και όχι χοντροκομμένες (σ.σ.: και συχνά ενοχλητικές) «τούρτες» στο πρόσωπο του κοινού. Κοινώς δεν είναι για ανθρώπους που νομίζουν ότι στο σημερινό περιβάλλον με τα social media και την γενικότερη διακίνηση της πληροφορίας από άπειρα «κανάλια» αλλοιώνοντας τις δηλώσεις του κάθε Ντάισελμπλουμ «έχουν κάνει τη δουλειά».
Πώς μπορείς δηλαδή να πείσεις κάποιον όταν ο άλλος γνωρίζει από την αρχή τις προθέσεις σου; Οταν αντί για επιχείρημα επιστρατεύεις μια ντουντούκα που ξεκουφαίνει με τα συνθήματά της; Με άλλα λόγια, όταν δεν έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη του άλλου. Ή όπως θα έλεγαν και οι μεγάλοι δάσκαλοι της προπαγάνδας, όταν δεν βάλεις δόσεις αλήθειας στο ψέμα σου; Ας μην ξεχνάμε ότι στόχος είναι να παραπλανήσεις. Οχι να εξαπατήσεις. Και το κοινό που αναζητάς δεν είναι οι φανατικοί. Αυτοί είναι ήδη δικοί σου. Να πείσεις τους άλλους, τους νοήμονες είναι το δύσκολο.
Γι’ αυτό και οι συζητήσεις περί «κρατικών καναλιών που έχουν γίνει φερέφωνα της κυβέρνησης» μοιάζουν λίγο αστείες. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ποτέ στο παρελθόν καμιά κυβέρνηση δεν επιβίωσε, όσο εξαντλητική κι αν ήταν η αποθέωσή της από τους υπαλλήλους της σε οθόνες, εφημερίδες και ραδιόφωνα.
Γιατί το κοινό, μπορεί να το θεωρούν καταναλωτή «σανού» (σ.σ.: όπως έχει επικρατήσει να λέγεται πρόσφατα η προπαγάνδα), αλλά ακόμα και οι καταναλωτές «σανού» διαθέτουν ένα ένστικτο. Μυρίζονται τον φόβο. Και το υπερεντατικό, χωρίς προσχήματα «λιβάνισμα» αποπνέει μόνο φόβο.
Κι έτσι, καθώς κομματικά ή μη μέσα προσπαθούν να δημιουργήσουν μια virtual reality κατάσταση με παρουσιαστές και δημοσιογράφους που το μάτι τους γυαλίζει από την αγωνία και τον φανατισμό, το κοινό κοιτάζει αδιάφορο. Και το μόνο που νιώθει την ανάγκη να ρωτήσει την εκάστοτε κυβέρνηση είναι: «αυτό είναι ό,τι καλύτερο διαθέτεις για να με πείσεις»;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News