Γιατί νιώθει κάποιος την ανάγκη να τσακωθεί δημόσια για κάποιον που πέθανε; Κατ’ αρχάς γιατί μπορεί. Άλλωστε, όσο προχωρημένα κι αν είναι τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας που έχει κανείς στη διάθεσή του, αν ο ίδιος κρύβει μέσα του έναν θαμώνα καφενείου που ζητά να τσακωθεί, σαν καφενείο θα τα χρησιμοποιήσει. Και η μάχη για τον Φιντέλ Κάστρο που μαίνεται εδώ και μέρες στο τεράστιο ηλεκτρονικό καφενείο των social media δείχνει την βαθιά ανάγκη που έχουμε να «την πούμε» στους απέναντι. Σαν εξέδρες που φωνάζουν συνθήματα. Συνθήματα που δεν αλλάζουν μεν την πραγματικότητα. Αλλά σε βοηθούν να ξεσπάσεις. Και να αισθανθείς μέρος της.
Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν έχει καμία σημασία για τον πλανήτη τι αισθάνεται ο Αλέξης Τσίπρας, ο Παύλος Πολάκης, ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ο Νίκος Παππάς, και όλοι οι άλλοι που έσπευσαν να υμνήσουν τον «Κομαντάντε της καρδιάς τους» μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του.
Τα «Αντίο Κομαντάντε. Ως την παντοτινή νίκη των λαών» του Αλέξη Τσίπρα ή το «Μια επανάσταση δεν είναι εύκολη. Είναι μια μάχη ανάμεσα στο μέλλον (σ.σ.: που είναι μάλλον η Κούβα…) και το παρελθόν (σ.σ.: που είναι μάλλον το ΣτΕ)» του Νίκου Παππά αν μετρήσει κανείς το ιστορικό τους βάρος, μοιάζουν στην πραγματικότητα σαν ένα προεφηβικά πειρακτικό «νια-νια-νιανανιάνια» στο προαύλιο του σχολείου με στόχο την αντίπαλη ομάδα. Ή τέλος πάντων με στόχο έναν «βελουχιωτικό ιδεασμό», αν συνυπολογίσουμε και τον Παύλο Πολάκη.
Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Ο Φιντέλ Κάστρο εξάλλου ήταν ήδη αφίσα στο νεανικό δωμάτιο κάποιου με επαναστατικές ανησυχίες πολύ πριν πεθάνει. Είχε περάσει στην κατηγορία του pop ειδώλου. Κάτι σαν τον Superman, τον Μπάτμαν ή την Beatrix Kido στο «Kill Bill». Είχε δηλαδή ήδη γίνει αποκριάτικη στολή και αναμνηστικό κουκλάκι. Και παρέπεμπε σε εποχές αμπέχoνων, σε γεμάτα κάπνα φοιτητικά δωμάτια και σε βραδιές με φωτιά στην παραλία ενώ η κιθάρα παίζει το «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα» (σ.σ.: εντάξει, δεν υπάρχει αντίστοιχο τραγούδι για τον Φιντέλ, οπότε βολευόμαστε με αυτό).
Το κακό είναι όταν προσπαθείς να απευθυνθείς στο κοινό σου πιστεύοντας ότι θα σε θαυμάσουν αν πειστούν ότι βρίσκεσαι ακόμα στην κατάσταση «αμπέχωνο-κιθαρίτσα-κομαντάντε». Διότι αφ’ ενός προσπαθείς να τους ξεγελάσεις. Και το χειρότερο, προσπαθείς να τους κρατήσεις καθηλωμένους στο προεφηβικό στάδιο της επαναστατικής ονειροπόλησης (σ.σ.: και «ονειροπώλησης»…). Γιατι έτσι τους χειραγωγείς καλύτερα. Και τους πουλάς απλοποιημένα φούμαρα για «καλούς επαναστάτες» και «κακούς εχθρούς». Κατατάσσοντας αμετάκλητα τον εαυτό σου στους πρώτους. Δηλαδή σα να ζητάς από το θυμικό των αφελών ακροατών σου να σε αθωώσει. Και αυτό, μεταξύ μας, είναι ο ορισμός της ανεντιμότητας.
Και φυσικά μέσα σε αυτό το περιβάλλον η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα να πάει στην Κούβα αποκτά την βαρύτητα που θα επιθυμούσε. Μια ξένοιαστη «πενταήμερη» μακριά από αξιολογήσεις και πραγματικότητα. Σαν ένα ταξίδι στον χωροχρόνο που καταλήγει στις ξέγνοιαστες παιδικές ονειροπολήσεις. Που επιπλέον στέλνει το μήνυμα ότι δεν είναι κακό να παραμένεις για πάντα ανώριμος και ονειροπόλος. Με άλλα λόγια να παραμένεις η ευκολότερη και ιδανικότερη εκλογική πελατεία.
Αλλά και η «απέναντι» πλευρά, οι «ενήλικες» που υποτίθεται ότι βλέπουν τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της λογικής, μόνο λογικές αντιδράσεις δεν είχαν. Λες και περίμεναν το σύνθημα για να μπουν στην αρένα του διαδικτυακού καφενείου. Τα «στυγνός δολοφόνος», τα «αιμοσταγής δικτάτορας» και οι γενικότεροι αφορισμοί εκτός κάθε ιστορικού context δεν διέφεραν πολύ από αντιδράσεις μετακλητού συριζαίου στο στρατευμένο του twitter. Λες και περίμεναν κι εκείνοι το σύνθημα για να ξορκίσουν τα δικά τους φαντάσματα.
Το αποτέλεσμα ήταν μια διαρκής διαδικτυακή ψυχοθεραπεία πάνω στο αγαπημένο μας εθνικό μοτίβο του αλληλομπινελικώματος. Οντως λυτρωτικό. Γιατί ο καυγάς αποφορτίζει, όπως έχουν διδάξει και οι καυγάδες των κατοίκων στο μικρό γαλατικό χωριό του Asterix. Αρκεί να ξέρει κανείς ότι εκείνη την ώρα δεν συμμετέχει σε καμιά πανανθρώπινη ιστορική μάχη, αλλά σε ένα αστείο…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News