Η τραγωδία στην ανατολική Αττική αναδεικνύει, εκτός όλων των άλλων, ένα διπλό ερώτημα καταλυτικής πολιτικής σημασίας. Πρώτον, πότε και πώς αναλαμβάνεται η πολιτική ευθύνη; Αυτό ενδιαφέρει τους πάντες. Και, δεύτερον, πότε πέφτει μια κυβέρνηση που υφίσταται τις επιπτώσεις ενός τέτοιου γεγονότος; Αυτό καίει τους αντιπάλους της, περισσότερο εκείνους που φιλοδοξούν να την διαδεχθούν.
Οι απαντήσεις και στα δύο δεν είναι μονοσήμαντες. Και απαιτούν διεξοδική ανάλυση μεγαλύτερη από ένα σύνηθες δημοσιογραφικό κείμενο. Θα το επιχειρήσουμε.
Στο πρώτο (πολιτική ευθύνη) συγκρούονται η επιστημονική άποψη με την πολιτική πρακτική. Ουδέποτε, τουλάχιστον μετά την Μεταπολίτευση του 1974, είχαμε παραίτηση κυβέρνησης ως απότοκο της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης. Είχαμε μεμονωμένες παραιτήσεις υπουργών, ποτέ μιας κυβέρνησης συνολικά. Ούτε σε περιπτώσεις πολύκροτων σκανδάλων ούτε πολύνεκρων φυσικών καταστροφών. Οι συνταγματολόγοι, που επιχειρηματολογούν σήμερα υπέρ αυτής της άποψης, ουδέποτε το έκαναν όταν το δικό τους κόμμα ήταν στην κυβέρνηση.
Στο δεύτερο, που ευλόγως ενδιαφέρει περισσότερο στην παρούσα συγκυρία (πτώση της κυβέρνησης), η απάντηση είναι απλή. Η κυβέρνηση πέφτει με δύο τρόπους. Είτε στη Βουλή(υπερψήφιση πρότασης δυσπιστίας) είτε μέσω εκλογών. Το πρώτο έχει γίνει και αποτύχει. Το δεύτερο εξαρτάται από την ίδια την κυβέρνηση, ουσιαστικά από τον πρωθυπουργό και από το εκλογικό σώμα. Και η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν γνωρίζουμε πότε θα προκηρυχθούν εκλογές. Αλλά και οι αποφάσεις του εκλογικού σώματος στο, σχετικά πρόσφατο, παρελθόν μετά από τραγωδίες δεν απέδωσαν πάντα την πολιτική ευθύνη όπως σήμερα περιγράφεται.
Ας τα δούμε αναλυτικά:
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
1. Για να μην βυζαντινολογούμε, σημαίνει ότι τα πολιτικά πρόσωπα παραιτούνται αναλαμβάνοντας το βάρος πράξεων ή παραλείψεων, δικών τους ή υφισταμένων τους. Εν προκειμένω έπρεπε να παραιτηθούν συναρμόδιοι υπουργοί, όπως οι κκ. Τόσκας και Σκουρλέτης. Δεν το έκαναν ή, αν το έκαναν(Τόσκας), ο πρωθυπουργός δεν το αποδέχθηκε. Αυτό το(μη)γεγονός είναι, κατά μιαν έννοια, το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος του κ. Τσίπρα. Διότι ενδεχόμενες παραιτήσεις υπουργών θα έδειχναν ευαισθησία στην ανάληψη ευθυνών και θα εκτόνωναν τις αντιδράσεις. Το πρώτο ισχύει. Το δεύτερο δεν είναι βέβαιο. Οσοι υπουργοί και να παραιτούνταν η αντιπολίτευση θα μιλούσε για «υποκρισία Τσίπρα» και θα ζητούσε εδώ και τώρα εκλογές. Εχει συμβεί στο παρελθόν.
2.Ο πρωθυπουργός, αφού δεν αποδέχθηκε την παραίτηση του υπουργού, βγήκε και ανέλαβε ο ίδιος την πολιτική ευθύνη. Τι συνεπάγεται αυτό; Κατά την άποψη πολιτικών της αντιπολίτευσης, που είναι και συνταγματολόγοι, έπρεπε να παραιτηθεί ο ίδιος και η κυβέρνηση.
Ο Π/Θ δήλωσε οτι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη ακέραια για την τραγωδία.
Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα η φράση «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» πρέπει να συνοδεύεται από την φράση «γι’ αυτό και παραιτούμαι πάραυτα».
Αλλιώς είναι κενολογία και απόπειρα εξαπάτησης του λαού.— Andreas Loverdos (@a_loverdos) July 27, 2018
Ομως, η άποψη αυτή δεν έχει βρει εφαρμογή ποτέ στο παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Με σχεδόν ταυτόσημη διατύπωση(«αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη»), αντέδρασαν δύο πρωθυπουργοί σε οριακές στιγμές για τις κυβερνήσεις τους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1989 για το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο Κώστας Καραμανλής το 2008 για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου (εδώ). Ανέλαβαν μεν την πολιτική ευθύνη, αλλά δεν παραιτήθηκαν. Οι ευθύνες αποδόθηκαν στις κάλπες. Και οι δύο ήττήθηκαν (1989 και 2009).Σε μια ανάλογη περίσταση (πολύνεκρη πυρκαγιά στην Ηλεία τον Αύγουστο του 2007), ο Καραμανλής δεν ανέλαβε καμιά πολιτική ευθύνη, κανένας υπουργός δεν παραιτήθηκε. Οι ευθύνες αποδόθηκαν από τους ψηφοφόρους ένα μήνα μετά (Σεπτέμβριος 2007) και δεν ήταν αυτές που ενδεχομένως προσδοκούσε η διαμορφωμένη(την περίοδο της κρίσης) κοινή γνώμη. Η ΝΔ του Καραμανλή νίκησε και ξανακυβέρνησε.
H ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Η άμεση πτώση της αποκλείεται, εφόσον ούτε ο κ. Τσίπρας θα παραιτηθεί, όπως και οι προκάτοχοί του στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, ούτε ο συνεταίρος του (Πάνος Καμμένος) θα τον ρίξει. Ετσι, η σύνδεση της τραγωδίας στην ανατολική Αττική με την κυβερνητική ευθύνη δεν θα έχει άμεσο αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να προκληθεί τέτοιο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τρενάρει την παραμονή της στην εξουσία, ελπίζοντας να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις και να μετριαστούν ή να απορροφηθούν οι επιπτώσεις.
Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί αυτό; Η απάντηση, με βάση την πείρα του παρελθόντος, είναι επισφαλής. Ας πάρουμε τις τρεις πιο πρόσφατες και πολύνεκρες τραγωδίες:
– Τον Σεπτέμβριο 1999 ισχυρός σεισμός έπληξε την Αττική. Ο απολογισμός φοβερός, ο τραγικότερος μέχρι στιγμής από φυσική καταστροφή: 143 νεκροί και χιλιάδες κατοικίες και άλλα κτίσματα κατεστραμμένα. Η αντιπολίτευση επέρριψε, ως συνήθως, ευθύνες στην τότε κυβέρνηση(ΠΑΣΟΚ-Σημίτης), αλλά το εκλογικό σώμα δέκα μήνες μετά είχε άλλη άποψη και την επανεξέλεξε. Είτε εκτίμησε ως επιτυχή τη διαχείριση των συνεπειών του σεισμού είτε το γεγονός αυτό δεν επηρέασε τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.
– Το καλοκαίρι του 2007 ξέσπασαν φονικές πυρκαγιές. Μόνο στην Ηλεία κάηκαν 43 άνθρωποι. Η αντιπολίτευση αντέδρασε με σφοδρότητα (εδώ), καταλογίζοντας βαρύτατες πολιτικές ευθύνες στην τότε κυβέρνηση. Το ίδιο και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος.
Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τις αποδέχτηκε, αλλά επικαλέσθηκε σενάρια συνωμοσίας με σκοπό την πτώση της (εδώ), όπως έκανε και η σημερινή κυβέρνηση. Μόλις ένα μήνα μετά την τότε τραγωδία το εκλογικό σώμα είτε δεν συμμερίστηκε αυτές τις ευθύνες είτε προέταξε άλλα κριτήρια την ώρα που ψήφισε. Και η κυβέρνηση Καραμανλή επανεξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2007.
– Η σημερινή τραγωδία είναι ακόμα νωπή. Ο κ. Τσίπρας ανέλαβε την πολιτική ευθύνη ακριβώς όπως και προκάτοχοί του. Στα λόγια. Η αντιπολίτευση ζητεί παραιτήσεις, όπως έκαναν και οι αντιπολιτεύσεις στις ανάλογες ή αντίστοιχες περιπτώσεις του παρελθόντος. Τη λύση θα δώσουν οι κάλπες όποτε στηθούν. Δεν γνωρίζουμε αν θα είναι «καθαρτήριες» όπως το 1989 και το 2008, όταν οι κυβερνήσεις ηττήθηκαν. Ή αν το εκλογικό σώμα θα κρίνει αλλιώς, με άλλα κριτήρια, όπως το 2007, όταν η κυβέρνηση νίκησε. Με βάση τα παραδείγματα του παρελθόντος, οι περισσότεροι ψηφοφόροι έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στις ευθύνες για σκανδαλώδεις υποθέσεις παρά στις ευθύνες για τη διαχείριση φονικών φυσικών φαινομένων. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό τώρα θα αλλάξει.
Ομως, σε κάθε περίπτωση, οι ψηφοφόροι είναι αυτοί που στο τέλος αποφασίζουν αν και ποιες ευθύνες θα καταλογίσουν. Ετσι γίνεται στα δημοκρατικά καθεστώτα. Η ψήφος δίνει τη λύση. Με μια διαφορά. «Να μην παίρνουμε τα σλόγκαν για λύσεις», όπως έχει πει ο εμβληματικός αμερικανός δημοσιογράφος Εντουαρντ Μάροου («Καληνύχτα και καλή τύχη»).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News