Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (Cop26) που διεξάγεται στη Γλασκώβη ενδέχεται να ολοκληρωθεί με μια μεγάλη διεθνή συμφωνία. Ωστόσο, όποιες τακτικές επιτυχίες και αν επιτευχθούν στην Cop26, τα αποτελέσματα είναι πιθανό να σηματοδοτήσουν μια στρατηγική οπισθοδρόμηση για την ανθρωπότητα – τουλάχιστον σε σχέση με τις ελπίδες των ακτιβιστών για το κλίμα.
Η ανθρωπότητα δεν πετυχαίνει τους στόχους της. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Παρότι πολλές χώρες έχουν θέσει, για παράδειγμα, στόχους για καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα, πολύ λίγες έχουν αξιόπιστα σχέδια ούτως ώστε να τους επιτύχουν. Και ακόμη και αν πετυχαίναμε τους υφιστάμενους στόχους, ούτε αυτό θα επαρκούσε για την επίτευξη του κύριου στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα: να μην ξεπεράσει η υπερθέρμανση του πλανήτη τον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Στην τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή επισημαίνεται ότι ο πλανήτης είναι πιθανό να φτάσει στο όριο του 1,5℃ στις αρχές της δεκαετίας του 2030. Οσο η πολυμερής δέσμευση καθορίζεται από τον εθνικισμό, τις πολιτικές ισχύος και το συναίσθημα, παρά από την αλληλεγγύη, τον νόμο και την επιστήμη, το μέλλον μας θα συνεχίσει να καθίσταται ολοένα πιο ζοφερό.
Δεν χρειαζόμαστε… εξωγήινους
Στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική τηλεοπτική σειρά «The Outer Limits» αφηγήθηκε την ιστορία μιας ομάδας ιδεολόγων επιστημόνων που οργάνωσαν μια ψεύτικη εισβολή εξωγήινων στη Γη, με την απατηλή ελπίδα ότι θα μπορούσαν να αποτρέψουν έναν πυρηνικό Αρμαγεδδώνα, προσφέροντας στην ανθρωπότητα έναν κοινό εχθρό, ούτως ώστε να ενωθεί εναντίον του. Η ιδέα ήταν ότι, όντας αντιμέτωπες με την προοπτική της εξαφάνισης, η Σοβιετική Ενωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έστρεφαν την προσοχή τους από τον ανταγωνισμό στην κοινή επιβίωση. Σήμερα δεν πρέπει να επινοηθεί ένας κοινός σκοπός. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί εξίσου μεγάλη απειλή με οποιαδήποτε εξωγήινη εισβολή. Αλλά, πέρα από το να σοκάρει τους εθνικούς ηγέτες, αποσπώντας την προσοχή τους από τον ανούσιο ανταγωνισμό τους, η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται ως όπλο σε έναν πολύπλευρο προπαγανδιστικό πόλεμο.
Από τη Βραζιλία και την Αυστραλία μέχρι την Κίνα και τις ΗΠΑ, οι χώρες προσπαθούν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα, προκειμένου να μεταθέσουν το κόστος της προσαρμογής σε άλλες. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας προσπαθεί, για παράδειγμα, να πείσει τον κόσμο να την πληρώσει για να σταματήσει να καταστρέφει το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ συμμετείχε στην Cop26 μόνο μέσω βίντεο ενώ ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δεν παρέστη.
Αέρας πήρε τα 100 δισ. δολάρια
Εν τω μεταξύ, οι προηγμένες οικονομίες (περιλαμβανομένων εκείνων που περήφανα ισχυρίζονται ότι είναι αφοσιωμένες στις δράσεις για το κλίμα) αθέτησαν την υπόσχεσή τους να παρέχουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο για τη στήριξη της κλιματικής μετάβασης στον Παγκόσμιο Νότο. Αλλά ακόμα και εάν την τηρούσαν, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες εφευρίσκουν ολοένα πιο καταναγκαστικούς τρόπους διαμόρφωσης της συμπεριφοράς άλλων χωρών. Οι δεσμεύσεις των περισσότερων δυτικών και πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών να σταματήσουν τη χρηματοδότηση του άνθρακα περιορίζουν τις επιλογές για επέκταση του δικτύου ηλεκτροδότησης σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου η ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται ραγδαία.
Οι χώρες με επιρροή προέτρεψαν επίσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να επιβάλει πράσινους όρους για την ελάφρυνση του χρέους των φτωχών χωρών, καθώς και στη νέα κατανομή των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (του αποθεματικού του ΔΝΤ). Και ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Ανθρακα της ΕΕ (ένας μη εμπορικός φραγμός που αποσκοπεί στο να αναγκαστούν οι εξαγωγείς στην Ευρώπη να στραφούν στην πράσινη παραγωγή) πλήττει δυσανάλογα μικρές επιχειρήσεις στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη που εκπέμπουν μικρές ποσότητες άνθρακα και έχουν πολλά να χάσουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επικρίνουμε τις απαγορεύσεις χρήσης άνθρακα, την πράσινη χρηματοδότηση και την τιμολόγηση των εκπομπών. Αντιθέτως, αυτά τα εργαλεία καλούνται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας. Ούτε, όμως, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να αγνοούμε τις (πολύ σοβαρές) συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Πρέπει διαπραγματευτούμε μία νέα μεγάλη συμφωνία που θα επικεντρώνεται στην στήριξη της προσαρμογής του αναπτυσσόμενου κόσμου στην κλιματική αλλαγή.
Γενικότερα, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε πολυμερής συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα διέπεται από το διεθνές δίκαιο, αντί να εξαρτάται από τη βούληση μεμονωμένων χωρών. Και η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικές αλήθειες και όχι σε πολιτικά συνθήματα.
Το λάθος του Κιότο
Ο προκάτοχος της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, το Πρωτόκολλο του Κιότο, που εγκρίθηκε το 1997, ευθυγραμμιζόταν σε γενικές γραμμές με αυτήν την προσέγγιση: ήταν μια πολυμερής συνθήκη, με νομικά δεσμευτικούς διεθνείς στόχους που είχαν καθοριστεί από τους καλύτερους επιστήμονες του κόσμου. Αλλά το Πρωτόκολλο είχε επίσης πολλές ατέλειες και δεν προχώρησε ιδιαίτερα.
Η Συμφωνία του Παρισιού ακολούθησε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Χαιρετίστηκε ως θρίαμβος, επειδή οι ελπίδες για οποιαδήποτε συμφωνία ήταν λίγες. Αλλά βασίστηκε σε μη δεσμευτικές υποχρεώσεις γνωστές ως Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (Nationally Determined Contributions – NDC). Οι χώρες μπορούσαν απλά να συνεχίσουν τις ενεργειακές πολιτικές που είχαν ήδη αποφασίσει, ενώ προσποιούνταν ότι συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι υφιστάμενες Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές είναι απόλυτα ανεπαρκείς για την επίτευξη των δηλωμένων στόχων της συμφωνίας.
Βεβαίως οι Διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Αλλά η καυχησιολογία και η πολιτική της ισχύος αποτέλεσαν εμπόδια στην ουσιαστική πρόοδο. Και τα ΜΜΕ και το τσίρκο της κοινωνίας των πολιτών που περιβάλλει τις συνόδους – με στόχο να επιβάλλει τη διαφάνεια και την απόδοση ευθυνών – συχνά περιόριζαν την ικανότητα των διαπραγματευτών να κάνουν τη δουλειά τους.
Οσον αφορά την ουσία του ζητήματος, οι Cop δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μοντέλο παγκόσμιας διακυβέρνησης ικανό να δαμάσει της πολιτικές ισχύος, πόσο μάλλον να δημιουργήσει μια αίσθηση κοινής μοίρας μεταξύ των χωρών. Και δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι να πιστεύεται πως αυτήν τη φορά θα είναι διαφορετικά.
Φυσικά, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις διασκέψεις του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Ενώ η οικονομική παγκοσμιοποίηση απάλλαξε εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, επέφερε μια ολοένα αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι προσπάθειες προώθησης κοινών συμφερόντων ενδέχεται να καταστούν λιγότερο ελκυστικές, επειδή δεν ωφελούνται όλες οι πλευρές εξίσου.
Η ψυχολογία του φθόνου
Λαμβάνοντας υπόψη και την ψυχολογία του φθόνου που ενισχύεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθίσταται ολοένα πιο δύσκολο να μετατοπιστεί η προσοχή των ανθρώπων από τη σχετική τους θέση στη διεθνή ιεραρχία στο κοινό καλό. Αυτές οι τάσεις υπονόμευσαν την πίστη στη ισχύ της διακυβέρνησης και ενέτειναν την απαισιοδοξία όσον αφορά την πιθανότητα να βρεθεί μία λύση.
Η κατάληξη είναι αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν συλλογικό πρόβλημα δράσης. Οι ηγέτες και οι πολίτες συμπεραίνουν αμφότεροι πως η πιο εύλογη βραχυπρόθεσμη στρατηγική είναι να συνεχίσουν να μιλούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δίχως να πράττουν, ευελπιστώντας πως κάποιοι άλλοι θα αντιμετωπίσουν την κρίση. Εν τω μεταξύ ο πλανήτης φλέγεται.
* Ο Marc Leonard, συγγραφέας του βιβλίου «Η Εποχή της Μη Ειρήνης», είναι συνιδρυτής και διευθυντής του European Council on Foreign Relations. To άρθρο αυτό aναδημοσιεύεται από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News