Σύμφωνα με συνδυασμό πληροφοριών και εκτιμήσεων, οι Δημοκρατικοί, προφανώς με την στήριξη ενός τμήματος των Ρεπουμπλικανών, είναι πιθανόν να προχωρήσουν στην κατάθεση μομφής κατά του Ντόναλντ Τραμπ την επομένη της ορκωμοσίας του, αλλά και κατά όλων των μελών της διοίκησής του που θεωρούνται «φιλορώσοι» σε επίπεδο που συγκρούεται με τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε μια σειρά γεγονότων με κορυφαία την προσπάθεια ματαίωσης της εκλογής του από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων (538 εκλέκτορες), το οποίο όμως ψήφισε τη Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου, τον Τραμπ, ο οποίος θα ορκιστεί πλέον 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου. Το εγχείρημα για το μπλοκάρισμα της εκλογής του απαιτούσε 37 «άπιστους εκλέκτορες», ούτως ώστε ο Τραμπ να μην πιάσει τους 270 που απαιτούνταν. Την καμπάνια για την καταψήφισή του έχει αναλάβει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για το φετινό χρίσμα Λάρι Λέσινγκ, που έχει προσφέρει νομική υποστήριξη στους εκλέκτορες σχετικά με το δικαίωμά τους «να ψηφίσουν κατά συνείδηση» και να απορρίψουν την εντολή που τους δίνει η πολιτεία τους, καθώς αντιμετωπίζουν ένα υποψήφιο που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αξιώματος. Ήταν βέβαιο πως οι εκλέκτορες δεν θα αποτολμούσαν να μην ακολουθήσουν το νόμο την ώρα που έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο ρεύμα αμφισβήτησης του θεσμού των εκλεκτόρων με αίτημα την άμεση εκλογή του προέδρου από τους πολίτες.
Σοβαρή ένδειξη πως κάτι επίκειται είναι και η ενεργητικότητα που έχει επιδείξει το Δημοκρατικό Κόμμα από την επομένη της ήττας για την αποφυγή μιας εσωστρεφούς ηττοπάθειας των μελών του και την διατήρηση του εκλογικού σώματος σε εγρήγορση. Αυτό δείχνει αν μη τι άλλο μία μεθοδική προετοιμασία και ένα σχεδιασμό που ενδεχομένως να υπάρχει αρκετά πριν από τις εκλογές.
Ο Μπαράκ Ομπάμα και η «ρωσική παρέμβαση»
Επιπλέον, η μετεκλογική ρητορική που ανέπτυξε τόσο η Χίλαρι Κλίντον, όσο και ο απερχόμενος πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, υπό το παραπάνω πρίσμα, θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια τέτοια λογική. Ο Ομπάμα έχει επικρίνει πολλά, και κυρίως τη «ρωσική παρέμβαση» στις αμερικανικές εκλογές, και τις προειδοποιήσεις του προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν που δεν βρήκαν ανταπόκριση, την «χαλαρή» στάση των Ρεπουμπλικανών απέναντί του. «Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα στριφογυρίζει στον τάφο του», είπε στην τελευταία του συνέντευξη, για τον αμερικανό πρόεδρο που κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Η Μισέλ Ομπάμα από την πλευρά της σε συνέντευξη στην Οπρα Γουίνφρι είπε ότι «τώρα βιώνουμε την αλλαγή. Τώρα συνειδητοποιούμε τι σημαίνει να αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα».
Ηδη η CIA και το FBI έχει ενημερώσει τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα ότι οι επιθέσεις των χάκερ και η δημοσίευση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων από τον ιστότοπο των WikiLeaks κατά την προεκλογική περίοδο έγινε με μοναδικό στόχο και σκοπό να εκλεγεί ο Ντόναλντ Τράμπ στην αμερικανική προεδρία. Ο Μιχάλης Ιγνατίου σε ανταπόκρισή του από την Ουάσιγκτον επισημαίνει δε πως «αν διαβάζει κανείς ορθά και πίσω από τις γραμμές τα λόγια του προέδρου Ομπάμα, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι -έτσι απλά- το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν μπορεί να γίνει δεκτό». Δημιουργείται δηλαδή, μια ατμόσφαιρα πολιτικής κόλασης με τον Τραμπ να είναι ένας πρόεδρος υπό αμφισβήτηση, τον οποίο «εξέλεξε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο μεγαλύτερος εχθρός της Αμερικής… Άρα, με τη λογική αυτή, την Αμερική θα κυβερνά ο εθνικιστής πρόεδρος της Ρωσίας». Η λύση που προτείνεται είναι να αποδεχθεί ο Τραμπ ανεξάρτητη έρευνα από το Κογκρέσο.
Το σύνδρομο Νίξον, ο Κλίντον και η διαδικασία
Στόχος όλων αυτών των απειλών είναι να οδηγηθεί ο Τραμπ σε παραίτηση πριν φτάσει στην ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε απομένει η μομφή στο Κογκρέσο και η καθαίρεσή του, εφόσον αυτό καταστεί δυνατό. Για την καθαίρεση απαιτούνται τα 2/3 της Γερουσίας.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον, 37ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1969-1974) είναι ο μόνος πρόεδρος που παραιτήθηκε από τη θέση του. Ήταν μια κίνηση να αποφύγει την καθαίρεσή του εξ αιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Ο Μπιλ Κλίντον αντιμετώπισε μομφή από το Κογκρέσο και κινδύνευσε να καθαιρεθεί λόγω του σκανδάλου Λεβίνσκι (συν κατάχρηση εξουσίας και παρακώλυση Δικαιοσύνης), αλλά τελικά, ενώ παραπέμφθηκε στην διαδικασία καθαίρεσης από την Γερουσία, υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των δύο κομμάτων και συνέχισε την προεδρία του.
Η διαδικασία προβλέπει παραπομπή στη Βουλή των Αντιπροσώπων (435 αντιπρόσωποι) η οποία εξετάζει τις κατηγορίες και εγκρίνει ή απορρίπτει με ψηφοφορία κάποιες από αυτές ή όλες. Ψηφίζει μία μία της κατηγορίες. Με παρόντες και τους 435 βουλευτές, 218 είναι οι ψήφοι που απαιτούνται για πλειοψηφία. Στη συνέχεια, η δίκη του προέδρου μεταφέρεται στην 100μελή Γερουσία υπό την προεδρία του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Για την αποπομπή του απαιτούνται τα 2/3 των ψήφων.
Σημειώνεται ότι από της 3 Ιανουαρίου οι Ρεπουμπλικάνοι θα διαθέτουν 241 έδρες επί συνόλου 435 στην Βουλή των Αντιπροσώπων, έναντι 194 των Δημοκρατικών, ενώ στη Γερουσία θα έχουν 52 έδρες, έναντι 46 και 2 ανεξάρτητων. Αυτό σημαίνει ότι στην ουσία για να καταστεί δυνατή η καθαίρεση χρειάζεται η στήριξη και των Ρεπουμπλικάνων. Το κατεστημένο του κόμματος μπορεί να μεθοδεύει κάτι τέτοιο. Πάντως, εάν η μομφή αφορά όλη την κυβέρνηση και τον αντιπρόεδρο, όπως λένε κάποιες πληροφορίες, και η καθαίρεση ευοδωθεί, τότε η συνέχεια είναι άγνωστη, αφού δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη, ούτε ιστορικό προηγούμενο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News