Ο Φαχρετίν Αλτούν είναι ο διευθυντής επικοινωνίας της Τουρκικής Προεδρίας. Και δεν είναι ένα τυχαίο στέλεχος του ερντογανικού συστήματος εξουσίας. Γεννημένος στη Γερμανία, διδάκτορας Κοινωνιολογίας εξειδικευμένος στην πολιτική επικοινωνία και επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Αλτούν, εκτός από στενότατος συνεργάτης του Ερντογάν, είναι ο άνθρωπος που χαράζει την επικοινωνιακή πολιτική της Τουρκίας, εντός κι εκτός συνόρων.
Μετρώντας πια περισσότερα από πέντε χρόνια στο γραφείο του, ο Αλτούν γνωρίζει σε βάθος την πολύπλοκη πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ η ενασχόλησή του με τα ελληνικά μίντια είναι μια από τις αγαπημένες του επαγγελματικές συνήθειες.
Κάθε δημόσια παρουσία του Αλτούν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και αυτό διότι απηχεί, σχεδόν επακριβώς, τις θέσεις του τούρκου προέδρου. Δύο εβδομάδες πριν από την πολυαναμενόμενη (;) συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, ο επικεφαλής επικοινωνιολόγος του, Ακ Σαράι, μίλησε στα «Νέα» και στην Αλεξάνδρα Φωτάκη. Και πίσω από τις γραμμές της καταλλαγής, ανέδειξε μέσα από το δικό του πρίσμα ορισμένες από τις βασικές θέσεις της Αγκυρας. Αλλά και τις προεκτάσεις τους.
«Πρέπει να μιλάμε ο ένας στον άλλο και όχι σε άλλους για εμάς», είπε μεταξύ άλλων ο Αλτούν, αφενός επιχειρώντας να απεκδύσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τη διεθνή –ευρωπαϊκή και νατοϊκή– διάστασή τους, αφετέρου επαναλαμβάνοντας το μονότονο τουρκικό μήνυμα προς την Αθήνα: μην ανακατεύετε ανάμεσά μας τρίτες χώρες. Λες και η Ελλάδα δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Δυτικής Συμμαχίας και δεν δικαιούται να καταγγέλλει στους Οργανισμούς και τους εταίρους της τον τουρκικό αναθεωρητισμό και τις διεκδικήσεις της Αγκυρας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ενας από τους τουρκικούς μύθους των τελευταίων ετών είναι ότι για την επικίνδυνη κατηφόρα που πήραν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις φταίει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου ζήτησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην εξοπλίσουν την Τουρκία με όπλα τα οποία κατά γενική ομολογία χρησιμοποιούνται εναντίον ενός νατοϊκού συμμάχου. Λες και πριν από τον Μάιο του 2022 δεν είχαν προηγηθεί οι εκατοντάδες παραβιάσεις και κυρίως οι υπερπτήσεις τουρκικών F-16 πάνω από ελληνικά νησιά. Νησιά των οποίων η κυριαρχία είχε ήδη αμφισβητηθεί, με τον πλέον επίσημο τρόπο, συνδεόμενη μάλιστα με το επιχείρημα της αποστρατιωτικοποίησης τους.
Σαν να μην είχαν προηγηθεί η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο του 2019, η έξοδος και οι έρευνες του Ορούτς Ρέις το καλοκαίρι του 2020 στα όρια των χωρικών υδάτων του Καστελόριζου, η επικαιροποίηση της συμφωνίας Αγκυρας – Τρίπολης για έρευνες εντός της παρανόμως οριοθετημένης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, οι δεκάδες ευθείες πολεμικές απειλές του Ερντογάν και των υπουργών του. Και πολλά άλλα ακόμα.
«Οι πολιτικοί θα πρέπει να απέχουν από προκλητικές δηλώσεις που προσελκύουν την προσοχή των ΜΜΕ. Οταν εξετάζουμε τα ελληνικά ΜΜΕ παρατηρούμε με λύπη να υπάρχουν πολλά άρθρα και σχόλια για την Τουρκία που δεν αντικατοπτρίζουν την αλήθεια και επηρεάζουν αρνητικά την ελληνική κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη είναι σημαντική υπό την έννοια ότι περιορίζει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων».
Αυτή είναι ακόμα μία προπαγανδιστική τακτική της Τουρκίας, εκφρασμένη από τον καθ’ ύλην αρμόδιο: Η ένταση και το γεγονός ότι οι δύο πλευρές έφτασαν στο όριο μιας ένοπλης σύρραξης οφείλονται στις προκλητικές δηλώσεις ελλήνων πολιτικών και στον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται ειδησεογραφικά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και όχι σε όλα τα προαναφερόμενα. Με λίγα λόγια και σύμφωνα με την Αγκυρα, η ελληνική κοινή γνώμη στρέφεται κατά της Τουρκίας εξαιτίας δηλώσεων και δημοσιευμάτων και όχι λόγω του τουρκικού επεκτατισμού και των κλιμακούμενων εκφοβισμών.
Αυτή είναι η υφέρπουσα πραγματικότητα στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Τόσο στο πεδίο της στρατηγικής, όσο και σε αυτό της επικοινωνίας. Την αποτυπώνει εναργώς ο Αλτούν. Ο εν εξελίξει ελληνοτουρκικός διάλογος διεξάγεται σε αυτή τη βάση – και κυρίως υπό τη σκιά των παγιωμένων στρατηγικών και κυρίως αναθεωρητικών θέσεων της Αγκυρας, που στοχεύουν στην ανάδειξη της Τουρκίας ως δύναμης κυρίαρχης και ηγεμονεύουσας στην ευρύτερη περιοχή και δη στο σταυροδρόμι της Δύσης με την Ανατολή.
Με τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Αθήνα κλείνει ο πρώτος κύκλος αυτής της ιδιότυπης προσπάθειας σύγκλισης, η οποία προέκυψε εξ ανάγκης μετά τους φονικούς σεισμούς στην Τουρκία. Κάπως έτσι τελειώνουν τα εύκολα. Εξαιρετική η θετική ατζέντα. Κυρίως συμβολικά και όχι τόσο επί της ουσίας. Αν οι πολυαναμενόμενες συμφωνίες που θα υπογραφούν στην Αθήνα –και που έως χθες φυλάσσονταν σαν επτασφράγιστο μυστικό– περιοριστούν σε αυτά που είδαμε ως διαρροές στον Τύπο του Σαββατοκύριακου, τότε πράγματι θα ισχύει το περίφημο «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν».
Εκ των πραγμάτων, οι δύο ηγέτες αλλά και οι υπουργοί Εξωτερικών οφείλουν να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματα. Το είπε ο έλληνας Πρωθυπουργός, αλλά και γενικώς στην Αθήνα ακούγεται όλο και περισσότερο: Πρέπει να αναζητηθεί το πλαίσιο για μια πιθανή διευθέτηση των πολιτικών-νομικών- διπλωματικών ή, όπως τα αποκαλεί κάθε πλευρά, ζητημάτων.
Πρέπει δηλαδή να μπούμε στην ουσία και όχι να συζητάμε απλώς για να συζητάμε, διότι με αυτόν τον τρόπο το μόνο που επιτυγχάνεται είναι ο εκφυλισμός της διαδικασίας διαλόγου. Ελλάδα και Τουρκία θα προσγειωθούν σύντομα στο δύσβατο δρόμο του ρεαλισμού. Αυτό, όμως, δεν είναι απαραιτήτως κακό. Κακό είναι να μην ξέρουμε μέχρι πού ακριβώς μπορούμε να φτάσουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News