Γενιές και γενιές έκλαψαν ανθρώπους. Η δική μας έκλαψε και σπίτια. Πολλά απ’ εκείνα έρχονται στη μνήμη μου συχνά. Όποτε περνάω από τους δρόμους τους. Να! Όπως εκεί, στο τέρμα της Αλεξάνδρας που συναντιέται με την λεωφόρο Κηφισίας και δεσπόζει χρόνια τώρα ο Πύργος των Αθηνών. Που τότε τον καμαρώναμε, ως, ο «πρώτος ουρανοξύστης πλέον και στη χώρα μας» και στον δεύτερό του όροφο είχε μια ντισκοτέκ, που στην πίστα της βουρλιστήκαμε σε σέικ και λιώσαμε σε μπλουζ… Ανάλογα βέβαια τον καβαλιέρο. Το μπλουζ μπορούσε να εξελιχθεί και σε μαρτυρικό χορό, καθώς κρατούσε και πολύ!
Στη θέση όμως του Πύργου των Αθηνών, εγώ έχω να μνημονεύω το ωραιότερο νεοκλασικό που είχα δει ποτέ! Παραμυθένιο γράφτηκε μέσα μου. Κολλούσα το μέτωπο μου, βεντούζα στο τζάμι του αυτοκινήτου και… Πώς άραγε να είναι μέσα; Πού να κάθονται τώρα δα οι ένοικοι, τι να κάνουν, πώς να είναι ντυμένοι; Ώσπου μια μέρα!… Ένα «γκαπ», όλο κι όλο. Ένα γκαπ στο «δόξα πατρί» της οικίας. Μπουλντόζες, μαστόρια σε σκαλωσιές να τραγουδάνε Στράτο Διονυσίου, παίζοντας ισορροπία με καροτσάκια γεμάτα γαρμπίλι πάνω σε σανίδες… Και ιδού ο Πύργος των Αθηνών!
Γενιές και γενιές έκλαψαν ανθρώπους. Η δική μας έκλαψε και σπίτια. Κάποτε βέβαια αποφασίσαμε ως πολιτεία να προστατεύσουμε τα τελευταία εναπομείναντα. Στο τσακ προλάβαμε αρκετά. Άλλα δοξάστηκαν στα χρόνια και στέκουν πανέμορφα να μας θυμίζουν… Να μας θυμίζουν ακόμα και τις γέφυρες μας με την αρχαιότητα, όπως μας τις υπέδειξαν οι ξένοι. Την έγνοια τους να χρίσουν την Αθήνα πρωτεύουσα, αφού της αναλογούσε μια μεγαλειώδης Ακρόπολη. Οι ξένοι, πάντα οι ξένοι. Πόσα όμως ακόμα, απ’ αυτά τα συγκλονιστικά νεοκλασικά, στέκουν στις μέρες μας λαβωμένα, λεηλατημένα, θλιμμένα; Με ένα «μήπως κάποιος;» σε διαρκή εκκρεμότητα, ιδίως με τη διαρκή κρίση στην οικοδομή;
Υπήρχαν όμως και τα «εξοχικά». Δεν ήταν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Ούτε θα μπορούσε κάποιος να κόπτεται για τη διάσωσή τους. Εκείνα τα σπίτια με τα μωσαϊκά που διακοσμούνταν με απομεινάρια ζωής. Ένας μπουφές, που πια δεν χωρούσε στο «διαμέρισμα». Μια καρέκλα που περίσσευε. Ένα σερβίτσιο, με ότι απόμεινε.
Σπίτια που για κάποιο λόγο απέπνεαν χαρά, ξεγνοιασιά και αγάπη. Που είχαν πολλά κρεβάτια, γιατί «Όλοι οι καλοί χωράνε».
Σπίτια που το απόγευμα οι μεγάλοι έτρωγαν καρπούζι με λίγο φέτα, κυρίως για ν΄ απορούν οι νέοι «Μα, είναι δυνατόν να τρως καρπούζι με φέτα;». Και στα νάιλον τραπεζομάντηλά τους, εκείνα με τα έντονα λουλούδια, ξέμεναν ψίχουλα από το ψωμί που συνόδευε το μεσημέρι τα γεμιστά. Κι είχαν προίκα και ένα κλουβί με καναρίνι, ένα τρανζίστορ που άνοιγε κεραία «για να πιάσει» και μια φυσαρμόνικα. Χρόνια έχω ν΄ ακούσω φυσαρμόνικα.
Και είχαν και μια γιαγιά, με εκείνες τις ρόμπες- φουστάνι που ανάδευαν μια βεντάλια και έλεγαν «έσκασε ο τζίτζικας από τη ζέστα». Και έναν παππού, που πότιζε το μωσαϊκό με φανέλα και πιζάμα. Και πολλές παιδικές φωνές τριγύρω. Και είχαν και αργόσυρτα μεσημέρια…. «Μην ακούσω κιχ!». Πού δεν ήξερες, πώς να τα σπρώξεις για να περάσουν. Και σκεφτόσουν, σκεφτόσουν, σκεφτόσουν κοιτάζοντας το ταβάνι. Πόσα χρωστάμε σε κείνα τα αργόσυρτα μεσημέρια! Αν ήξεραν οι γονείς; Άντι να τρέχουν τα παιδιά τους σε δραστηριότητες, θα τους έλεγαν «Μην ακούσω κιχ!» και θα τα άφηναν να σκέπτονται.
Χθες, όπως διέσχιζα με το αυτοκίνητό μου τη Βουλιαγμένη, συνηθισμένες κινήσεις, ώσπου ξαφνικά, είδα μια τεράστια μπουλντόζα μπροστά στο ροζ σπιτάκι. Φρενάρισα. Έκανα λίγο όπισθεν. Χρόνια ήταν κλειστό το ροζ σπιτάκι. Ένα εξοχικό, του «τότε», του «κάποτε». Την επόμενη, ένα γκαπ όλο κι όλο. Στο δόξα πατρί του. Έτρεξε ταινία στο μυαλό μου. Έστησα σαν μνημόσυνο, μια εικόνα. Έβαλα έναν, με λάστιχο στο χέρι να ποτίζει μωσαϊκό για «δροσούλα», έβαλα και μια, ν’ αναδεύει μια βεντάλια μ’ αφημένα τα πόδια της, όπως όπως. Σήκωσα αεράκι. Ανασήκωσα τόσο δα τη ρομπίτσα της. Καμία κίνηση αντίδρασης από μεριάς της… Σαν αυτή τέλος πάντως, που κάνουν οι γυναίκες, από τόσα δα ντροπή. Και ποιος να δει; Θα σκέφτηκε. Και συνέχισε να κάνει αέρα με τη βεντάλια.
Πάει το ροζ σπιτάκι. Και ποιος να δει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News