Σχεδόν ένας στους δύο ψηφοφόρους επέλεξε να μην ασκήσει το δημοκρατικό του δικαίωμα στην ψηφοφορία. Πού οφείλεται άραγε αυτό το αρνητικό ρεκόρ στη συμμετοχή των πολιτών στις βουλευτικές εκλογές; «Αφού έτσι και αλλιώς δε θα αλλάξει κάτι», θα πουν πολλοί, «γιατι να πάω να ψηφίσω;» Πράγματι, η αποχή είναι πιθανόν να οφείλεται στο ότι έχουμε μάθει από την εμπειρία μας ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε και πολλά. Η επιστήμη της ψυχολογίας έχει μάλιστα δώσει και όνομα στο συγκεκριμένο φαινόμενο: «μαθημένη αβοηθησία» (learned helplessness).
Ένας σημαντικός αριθμός πειραμάτων πάνω σε αυτό το φαινόμενο άρχισαν να διεξάγονται ήδη από την δεκαετία του 1960. Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος, ήταν ο πρώτος εθελοντής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των πειραμάτων, οι σκύλοι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες μαθαίνουν γρήγορα να αποφεύγουν (μικρής έντασης) ηλεκτρικά σοκ, πηδώντας, για παράδειγμα, πάνω από μια μπάρα. Αν, όμως, οι σκύλοι πρώτα δεχτούν σοκ από τα οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν (π.χ., όταν και από την άλλη μεριά της μπάρας υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα), στη συνέχεια δείχνουν ανεπάρκεια στο να μάθουν να ξεφεύγουν από τα σοκ, ακόμα και όταν έχουν αυτή τη δυνατότητα! Με άλλα λόγια, όταν οι σκύλοι εκτεθούν σε γεγονότα που δεν μπορούν να ελέγξουν παρουσιάζουν στη συνέχεια δυσκολίες στο να ελέγξουν ακόμα και τα γεγονότα πάνω στα οποία έχουν έλεγχο. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο της μαθημένης αβοηθησίας. Παρόμοια ευρήματα δίνουν πειράματα που έγιναν και σε άλλα ζώα, όπως γάτες, ποντίκια, ακόμα και ψάρια.
Φυσικά, ο άνθρωπος ήταν ο επόμενος στη λίστα των επιστημόνων. Το πείραμα του Hiroto (1974) από το UCLA είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά. Κατά τη διεξαγωγή του, εθελοντές φοιτητές χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Στην ομάδα ελεγχόμενου θορύβου οι συμμετέχοντες άκουγαν δυνατό θόρυβο τον οποίο μπορούσαν να σταματήσουν πατώντας ένα κουμπί τέσσερις φορές. Οι συμμετέχοντες στην ομάδα μη-ελεγχόμενου θορύβου άκουγαν δυνατό θόρυβο που σταματούσε κάποια στιγμή, χωρίς να εξαρτάται από τους ίδιους. Τέλος, μια τρίτη ομάδα, η λεγόμενη «ομάδα ελέγχου», δεν άκουγε κάποιο θόρυβο. Κατά τη δεύτερη φάση του πειράματος όλοι οι συμμετέχοντες άκουγαν δυνατό θόρυβο τον οποίο είχαν τη δυνατότητα να σταματήσουν τραβώντας έναν μοχλό. Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν πανομοιότυπα με αυτά των πειραμάτων σε ζώα: οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελεγχόμενου θορύβου, όπως και οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου έμαθαν γρήγορα πώς να σταματούν τον δυνατό ήχο, αλλά ο τυπικός συμμετέχων στην ομάδα μη-ελεγχόμενου θορύβου δεν κατάφερε να μάθει πώς να τερματίζει τον ήχο, αλλά αντίθετα υπέμεινε τον θόρυβο παθητικά. Μαθημένη αβοηθησία και ο homo sapiens, λοιπόν.
Δεν είναι, όμως, απαραίτητο να έχουμε προσωπική εμπειρία με την έλλειψη ελέγχου. Η μαθημένη αβοηθησία μπορεί να αναπτυχθεί και μέσω της παρατήρησης άλλων ανθρώπων που βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, χωρίς να έχουν προηγηθεί ατομικά αρνητικά βιώματα. Πρόκειται για την «αβοηθησία με υποκατάσταση» (vicarious helplessness) η οποία αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία υπεισέρχεται το άτομο όταν γίνεται μάρτυρας της αβοηθησίας άλλων ανθρώπων. Στην περίπτωση αυτή, τα άτομα αισθάνονται αβοήθητα απλώς και μόνο στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να βρεθούν στη θέση των αβοήθητων ανθρώπων που παρατηρούν. Έχει παρατηρηθεί ακόμα η ύπαρξη «ομαδικής αδυναμίας», η οποία ενδεχομένως να επιτρέπει τον χαρακτηρισμό ολόκληρων κοινωνιών ως αβοήθητων.
Όταν, λοιπόν, μέσα από την εμπειρία (τη δικιά μας ή άλλων ανθρώπων) μαθαίνουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον μας, παρουσιάζεται το φαινόμενο της μαθημένης αβοηθησίας – η οποία οδηγεί σε διαταραχές κινήτρου, συναισθηματικές και γνωστικές διαταραχές. Αναλυτικότερα, οι διαταραχές κινήτρου συνίστανται στην έλλειψη πρωτοβουλίας για δράση και στην παραίτηση από οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση την οποία βιώνουμε. Θεωρούνται αποτέλεσμα της θεώρησης της κατάστασης αυτής ως μη αναστρέψιμης. Οι συναισθηματικές διαταραχές συνίστανται σε μια αίσθηση δυσφορίας που συνοδεύει τέτοιου είδους καταστάσεις. Τέλος, οι γνωστικές διαταραχές συνίστανται στη δυσχέρεια του ατόμου να μάθει στο μέλλον πώς να ελέγξει όποιες καταστάσεις θα μπορούσαν να ελεγχθούν.
Η επίκτητη αβοηθησία, λοιπόν, είναι μια κατάσταση αδράνειας και αίσθησης προσωπικής ανικανότητας, η οποία αναπτύσσεται στον άνθρωπο όταν βιώνει ή παρατηρεί αρνητικές καταστάσεις από τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Η παθητικότητα που δημιουργείται γενικεύεται και σταθεροποιείται, ώστε να εμποδίζει στο μέλλον τη δράση για την αναστολή των δυσμενών συνθηκών, ακόμα και όταν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Είναι λογικό οι πολίτες της χώρας να βιώνουν μία αντίστοιχη ψυχολογική κατάσταση όταν η ψήφος τους σπάνια μεταφράζεται σε χειροπιαστές αλλαγές και βελτιώσεις στο περιβάλλον τους. Άλλωστε, όπως είπε και ο McNair, «η πολιτική απάθεια είναι μια εντελώς λογική, αν όχι ελαφρώς κυνική αντίδραση σε μια πολιτική διαδικασία που ίσως δείχνει στον πολίτη ως άτομο ότι η ψήφος του δεν έχει σημασία».
* Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού είναι Διδάκτωρ Νευροψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News