Θυμάμαι το τελευταίο σποτ της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015. Είχε παίξει, με τον αέρα της προεξοφλημένης νίκης, δύο 24ωρα πριν από την Κυριακή των εκλογών. Και αναφερόταν στην επόμενη μέρα, όταν πλέον θα είχαμε Πρώτη Φορά Αριστερά. Θα ήταν μία όμορφη μέρα με χαρούμενους ανθρώπους. Ο ήλιος θα ανέτειλε την ώρα που έγραφαν τα ημερολόγια, τα μαγαζιά και οι τράπεζες θα λειτουργούσαν κανονικά, καμιά οικογένεια δεν θα ανησυχούσε για το αν θα έμενε στον δρόμο, οι μηχανές θα έπαιρναν μπροστά. Η ελπίδα για αξιοπρέπεια θα είχε ήδη φτάσει με την υπόσχεση της περηφάνειας.
Τρία χρόνια μετά, η αλήθεια να λέγεται, ο ήλιος εξακολουθεί να ανατέλλει στην ώρα του. Πέραν τούτου, ουδέν. Οι τράπεζες μόνο κανονικά δεν λειτουργούν, τα μαγαζιά προσδοκούν μία Black Friday, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας είναι εδώ, οι μηχανές έχουν σκουριάσει. Και ο πάτος του βαρελιού έχει γίνει διάφανος από το ξύσε ξύσε. Αλλά τότε που παιζόταν το σποτ δεν ξέραμε.
Τώρα όμως ξέρουμε. Και αυτά και πολλά άλλα. Ετσι, το καινούργιο σποτ με τον Πρωθυπουργό (στο πνεύμα και την αισθητική εκείνου του προεκλογικού) για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος θα μπορούσε να θεωρηθεί προπαγανδιστικό αν δεν ήταν τόσο προσβλητικό για την αξιοπρέπεια του καθημαγμένου πολίτη. Και τη νοημοσύνη του.
Σύμφωνα με το σενάριο, η κυβέρνηση (υπαινικτικά, μπορεί και ο Αλέξης Τσίπρας αυτοπροσώπως) τα πήρε από τους πλούσιους, κάτι τύπους που γελάνε δυνατά και καπνίζουν πούρα πίσω από κλειστές πόρτες, και έτσι προέκυψε το πλεόνασμα το οποίο μας εξασφάλισε το κοινωνικό μέρισμα. Που θα αποδοθεί σε αυτούς που έχουν λίγα και σε αυτούς που έχουν ακόμη λιγότερα. Σε ποια χώρα ακριβώς όμως συνέβη αυτό;
Διότι στα καθ’ ημάς, όπως λένε οι αριθμοί και τα στοιχεία και όπως ομολογούν, πλέον ανοιχτά, τα μέλη της κυβέρνησης το πλεόνασμα προέκυψε από την υπερφορολόγηση ακριβώς αυτών που έχουν λίγα αλλά και αυτών που έχουν ακόμη λιγότερα. (Ή, μάλλον, είχαν γιατί τώρα και οι μεν και δε δεν έχουν πια τίποτε). Να βάλουμε λοιπόν στο επικοινωνιακό μίξερ τη γενική παραδοχή ότι το οικονομικό στύψιμο της μεσαίας τάξης έφερε έσοδα στο κράτος. Να βάλουμε και το ετήσιο εισόδημα στο οποίο προσδιορίζουν οι αρμόδιοι υπουργοί τη μεσαία τάξη – η κυρία Φωτίου, για παράδειγμα, μας είπε για 7.500 ευρώ. Ε, όσο και να χτυπήσουμε το μείγμα, δεν δένει ότι με 7.500 τον χρόνο πίνεις ουίσκι σε σουίτες. Σε αυτό το «έργο» ο Αφέντης και ο Δούλος (της νουβέλας του Τολστόι) είναι το ίδιο πρόσωπο.
Εκεί στου Μαξίμου θα έπρεπε να ξανακοιτάξουν τη συνεργασία με τον διαφημιστή τους. Αυτό το σποτ μοιάζει με τρολάρισμα. Σαν να διαφημίζει λάθος προϊόν, σε λάθος εποχή, με λάθος τρόπο. Τόσο πολύ δηλαδή που περιμένεις ότι κάποια στιγμή θα ανοίξει η πόρτα, πίσω από την οποία ακούγονται τα γέλια και τα τσουγκρίσματα, και θα αρχίσουν να βγαίνουν κεντρικά και περιφερειακά στελέχη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News