Ο Παναγιώτης Χαμηλοθώρης ήταν μέσα στο αυτοκίνητο του και επέστρεφε απ’ τη δουλειά του, όταν η φωτιά ξέσπασε. Και σε κάποιο σημείο, κάποιος τον έβγαλε απ’ τον δρόμο του για «καλύτερα». Κάποιος του είπε: πηγαίνετε από εδώ. Κι εκείνος φυσικά τον άκουσε, γιατί, τι διάβολο, πρέπει να ακούς τους υπεύθυνους σε τέτοιες στιγμές και να ακολουθείς τις οδηγίες τους. Τι πιο αυτονόητο για έναν πολίτη;
«Εμπλεξα με τη φωτιά», είπε στο τηλέφωνο, στους δικούς του ανθρώπους. Οπως λες, έμπλεξα στην κίνηση, θα αργήσω, φάτε. Εμπλεξα με τη φωτιά, λες, θα καθυστερήσω να γυρίσω σπίτι. Πού να φανταστείς ότι δεν θα γυρίσεις καθόλου; Πού να φανταστείς ότι η οδηγία που σου έδωσαν, αντί να σε οδηγήσει με ασφάλεια στο σπίτι σου, έστω και με καθυστέρηση, θα σε οδηγήσει στον άλλο κόσμο;
Δεν το χωράει το μυαλό μου. Μέσα σε όλους τους νεκρούς συμπολίτες μου, δεκάδες άνθρωποι να έχουν πεθάνει επειδή απλώς περνούσαν απ’ το σημείο. Από δουλειές, από βόλτες, από επισκέψεις. Τόσοι άνθρωποι νεκροί, επειδή στο τυχαίο πέρασμα τους από μια φωτιά, κάποιος τους παρέπεμψε σε λάθος κατεύθυνση. Βρέθηκαν οι άνθρωποι μέσα σε έναν οικισμό, στον οποίο πιθανότατα κάποιοι απ’ αυτούς δεν είχαν ξαναπάει για να ξέρουν τα κατατόπια, να κάνουν κύκλους σε δρομάκια ψάχνοντας διέξοδο. Να κολλάνε ο ένας πίσω απ’ τον άλλο μέσα σε στενά και να μην ξέρουν προς τα πού να πάνε και πώς να γλιτώσουν. Σαν τα ποντίκια εγκλωβίστηκαν αυτοί οι συμπολίτες μου, σαν τα ποντίκια κάηκαν.
Πώς κατέληξε σε αυτήν την απόφαση η Αστυνομία; Να παραπέμπει όσους περνούσαν από το σημείο μέσα στον οικισμό του Ματιού; Ηταν η μοναδική λύση για τους διερχόμενους; Και πόσο μελετημένη ήταν η λύση αυτή, τέλος πάντων; Και γιατί δεν υπήρξε ασφαλής καθοδήγηση στην παράκαμψη, ώστε οι διερχόμενο οδηγοί να περάσουν απ’ αυτήν με ασφάλεια;
Η ιστορία του Παναγιώτη, και όσων βρέθηκαν στην ίδια θέση, με τρελαίνει. Αυτό που έπαθαν αφήνει το πιο τρομαχτικό αποτύπωμα στη μνήμη μας. Μας μπολιάζει με φόβο και με ασήκωτο πια αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στο κράτος. Πάντα υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος, αλλά τώρα έγινε χίλιες φορές πιο δυνατή. Γιατί τώρα μύρισε θάνατο. Μύρισε πτώματα και καμένη ανθρώπινη σάρκα και μάλιστα σάρκα τυχαίων περαστικών.
Θα μπορούσες να είσαι εσύ που γυρνάς από μια βόλτα ή από τη δουλειά σου, όπως ο Παναγιωτης, γιατί όχι;
Το αίσθημα ανασφάλειας ποτίστηκε με ένα αίσθημα κινδύνου, απ’ τη σκέψη ότι ζεις σ’ ένα κράτος χυμαδιό, σε ένα περιβάλλον χαοτικό μέσα στο οποίο νιώθεις ότι είσαι πια εντελώς απροστάτευτος, ειδικά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Νιώθεις την απουσία της κρατικής μέριμνας τόσο βαθιά, την έλλειψη της ικανότητας του κράτους να σου παρέχει βοήθεια τόσο μεγάλη, που αρχίζεις πια να σκέφτεσαι ότι είσαι εσύ και ο εαυτός σου, μόνοι κι έρημοι, μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση που ενδεχομένως βρεθεί στο διάβα σου.
Και δυστυχώς, αμφιβάλλεις πια και για τις οδηγίες που αυτό το κράτος θα σου δώσει σε αντίστοιχες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Αν σου πουν, πήγαινε από εδώ, θα πας; Τους εμπιστεύεσαι; Η οδηγία τους θα με σώσει ή θα με σκοτώσει, θα σκεφτείς και θα τρέμεις από φόβο, μην ξέροντας τι να κάνεις. Γιατί τη σκέψη σου θα στοιχειώνει πάντα ότι ο Παναγιώτης και κάποιοι άλλοι σαν κι αυτόν, τους εμπιστεύτηκαν και δεν είναι πια μαζί μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News