Στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία είναι πάντα επίκαιρο το κλασικό ερώτημα «Τι να κάνουμε». Και ο μεν Λένιν είχε απαντήσεις όταν το έθετε(για άλλα θέματα, εννοείται), αλλά εμείς δεν έχουμε. Εκτός αν ορισμένοι θεωρούν ότι η απάντηση είναι να κάνουμε ό,τι και οι Τούρκοι. Για να το δούμε.
Πρώτα το γεγονός: Την περασμένη Παρασκευή το πρωί έγινε γνωστό το γεγονός της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην παραμεθόριο του Εβρου. Από την πρώτη στιγμή, επίσης, έγινε γνωστό ότι οι ίδιοι ισχυρίστηκαν ότι εισήλθαν στο τουρκικό έδαφος από λάθος λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε (χιονισμένο τοπίο). Kαι έτσι να μην έγινε, ο ισχυρισμός αυτός είναι η πιο έξυπνη υπερασπιστική γραμμή, που θα μπορούσαν να επιλέξουν. Για ευνόητους λόγους.
Μετά η συνωμοσιολογία: Δεν πρόλαβε να γίνει γνωστή η είδηση και στα αποκαλούμενα ελληνικά social media άρχισε το εμπόριο της συνωμοσιολογίας. Σύμφωνα με την πιο ήπια εκδοχή της, οι δύο Ελληνες είχαν… απαχθεί από τους Τούρκους. Σύμφωνα με την πιο ακραία, όχι μόνο είχαν απαχθεί, αλλά αυτό είχε γίνει… κατόπιν συμφωνίας! Δηλαδή, σύμφωνα με κάποιους διεστραμμένους εγκεφάλους, ο Τσίπρας και ο Ερντογάν τα μιλήσανε τα συμφωνήσανε και οι Τούρκοι πιάσανε τους Ελληνες, ώστε να τους ανταλλάξουν με τους οκτώ δικούς τους που κρατούνται στην Ελλάδα!
Θα μου πείτε, γιατί να δίνουμε σημασία σε τέτοια τερατώδη που κυκλοφορούν εδώ κι εκεί; Μα γιατί αντανακλά τον τρόπο σκέψης μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης. Το λογικό και φυσιολογικό, αυτό δηλαδή που έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, αυτό που παραδέχτηκαν οι ίδιοι οι συλληφθέντες (και έχει υιοθετήσει η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία), δεν περνάει από το μυαλό πολλών. Η συνωμοσιολογία είναι ανίκητη. Απόδειξη ότι την επομένη βρήκε φιλόξενη στέγη σε πρωτοσέλιδα και τα τηλεοπτική πρωϊνάδικα, που κάνουν εμπόριο πατριωτισμού.
Κάποιοι, δηλαδή, «έξυπνοι» Ελληνες –και, εννοείται, υπερπατριώτες– ήξεραν καλύτερα τι συνέβη από τους ίδιους τους παθόντες. Και όχι μόνον αυτό. Αρχισαν –αυτοί οι «έξυπνοι» Ελληνες– να μιλάνε και για την κατηγορία της «κατασκοπίας», κάτι που από καμιά σοβαρή τουρκική πηγή δεν αναφερόταν. Δηλαδή, οι συνωμοσιολόγοι και οι έμποροι του πατριωτισμού δεν σκέφθηκαν κάν ότι έτσι αμφισβητούν την υπερασπιστική γραμμή των δύο στρατιωτικών και… δίνουν ιδέες στους Τούρκους! Από κοντά και οι, συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις, μαϊντανοί, πρώην στρατηγοί, να «αναλύουν» από το τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό στούντιο τι έγινε στη χιονισμένη μεθόριο.
Ηταν τέτοια η πρεμούρα ορισμένων να αποδείξουν ότι οι δύο Ελληνες κατηγορούνται για «κατασκοπία» ώστε ακόμα και η ΕΡΤ παρασύρθηκε και το μετέδωσε, για να το διορθώσει αμέσως μετά. Επαναλαμβάνω: όλα αυτά από ελληνικά μυαλά πριν κάν αναφερθεί οτιδήποτε τέτοιο από την απέναντι πλευρά.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά άρχισε και η σπέκουλα της θεωρίας της ανταλλαγής. Χωρίς να έχει τεθεί από πουθενά, κάποιοι «έξυπνοι» Ελληνες άρχισαν να συνδέουν την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με την άλλη των οκτώ Τούρκων, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν. Ακόμα και όταν η επίσημη Τουρκία το διέψευσε (εδώ), κάποιοι στην Ελλάδα συνεχίζουν στο ίδιο βιολί. Κι ας είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι οι δύο υποθέσεις ΔΕΝ συνδέονται επ’ ουδενί και δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει τέτοια ανταλλαγή.
Αυτά κάνουν η συνωμοσιολογία από τη μια και το εμπόριο του (υπερ)πατριωτισμού από την άλλη. Ας φτάσουμε τώρα στο αρχικό ερώτημα «τι να κάνουμε» με την Τουρκία. Ολες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 και μετά έχουν επιλέξει μια στρατηγική: δεν παίζουμε στο παιχνίδι των προκλήσεων της Τουρκίας, την αντιμετωπίζουμε στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου δυναμώνοντας τις συμμαχίες μας.
Υπάρχει άλλος τρόπος; Υπάρχει. Ας τον δούμε κατά περίπτωση:
–Οταν αφήνεις τον Καμμένο να γαβγίζει (εδώ) και οι απέναντι απαντήσουν με αλύχτισμα (εδώ), το επόμενο που έχεις να κάνεις είναι να ανεβάσεις πάνω στην Ιμια ένα κοπάδι με το βοσκό του και να στείλεις πολεμικά πλοία να τον φυλάνε. Και αν οι Τούρκοι κάνουν το ίδιο, γαία πυρί μιχθήτω. Ποιος το επιλέγει; Κανένας υπεύθυνος πολιτικός μέχρι στιγμής.
–Αφού οι Τούρκοι εμποδίζουν τις έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, η Ελλάδα στέλνει πολεμικά πλοία για να τις διευκολύνει. Ποιος το επιλέγει; Επίσης κανένας.
–Η Ελλάδα ανακηρύσσει μονομερώς –δηλαδή αγνοώντας τις αντιδράσεις της Τουρκίας– την ΑΟΖ, όπως έχει εξαγγείλει από το 2013 ο Σαμαράς, αλλά ουδέποτε προχώρησε.
–Αφού οι Τούρκοι συνέλαβαν τους δύο δικούς μας στρατιωτικούς, κάνουμε το ίδιο. Πιάνουμε Τούρκους που περιπολούν και τους ανταλλάσσουμε με τους δικούς μας. Προφανώς, μια σοβαρή χώρα, που δεν διοικείται από καουμπόιδες, δεν σκέφτεται καν μια τέτοια αστειότητα.
Επομένως, πέρα από ανόητους συμψηφισμούς και το μόνιμο εμπόριο πατριωτισμού, δεν υπάρχει εναλλακτική στον τρόπο αντιμετώπισης της Τουρκίας. Ή τουλάχιστον δεν έχει εφευρεθεί μέχρι τώρα από καμιά ελληνική κυβέρνηση.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης είναι -και ορθά- μετρημένες. Ο Μητσοτάκης ασκεί κριτική μόνο τυπική κριτική στην κυβέρνηση(ότι «υποτίμησε» τα γεγονός), αλλά ως προς την ουσία δεν έχει να πει κάτι. Η έμπειρη Ντόρα Μπακογιάννη συστήνει «ψυχραιμία» και «χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής». Αλλά κι αυτό είναι ένα κλισέ. «Ψυχραιμία» διαθέτουμε, δεν κάναμε δα τίποτα το έξαλλο σ’ αυτήν την περίπτωση. Τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ τον ενημερώσαμε, το ΝΑΤΟ επίσης, οι Αμερικανοί είναι από μόνοι τους ενήμεροι από την πρώτη στιγμή (το λένε μόνοι τους). Τι άλλο από αυτά μπορεί να συμπεριλάβει μια «νέα εθνική στρατηγική»;
Φοβάμαι πως τίποτα. Αντε να δημιουργήσουμε και ένα «Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας» που σκέφτεται ο Τσίπρας.
Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα «τι (άλλο) να κάνουμε» στις σχέσεις με την Τουρκία. Διότι το «άλλο» είναι μόνο η επιλογή συμμετοχής σε ένα «θερμό» επεισόδιο και, ίσως, σε μια σύντομη πολεμική σύρραξη. Αλλά αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ- και δεν αποτελεί- επιλογή καμιάς ελληνικής κυβέρνησης. Και σωστά. Διότι βολεύει μόνο την Τουρκία. Διότι την επαύριο-πέραν όλων των άλλων που θα έχουν προκύψει-το αίτημα θα είναι «και τώρα καθίστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να τα βρείτε». Και σε ένα τέτοιο τραπέζι η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει, διότι δεν έχει διεκδικήσεις. Η Τουρκία έχει. Αλλωστε, αυτή είναι κατά βάθος η διαχρονική επιδίωξή της και όχι μια πολεμική περιπέτεια, από την οποία και η ίδια γνωρίζει ότι δεν θα υπάρξει νικητής.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα έχει δύο όπλα απέναντι στην Τουρκία. Το διεθνές δίκαιο και τις συμμαχίες της. Και -το πρώτιστο- φροντίζει να έχει ισχυρή αποτρεπτική ισχύ, ώστε να γνωρίζουν οι απέναντι ότι οι προκλήσεις τους θα μείνουν (μόνο) προκλήσεις. Τα υπόλοιπα-κορώνες υπερπατριωτισμού που καταπίνονται την επομένη- προέρχονται από άδεια μυαλά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News