Δείτε το κι έτσι, και ίσως καταλάβετε γιατί καταλήγω στην κατανόηση, και δι αυτής στη συμπόνια.
Εμείς οι παλιοί Βενιζελικοί είμαστε ανέκαθεν επαγγελματίες διωκόμενοι, κατά κάποιο τρόπο κατηγορούμενοι. Χιλιάδες και χιλιάδες έχουμε κάτσει στο σκαμνί, έχουμε διωχθεί, δαρεί, ανασκολοπισθεί, σκοτωθεί, έφτανε μια απόφαση του Βασιλικού Επιτρόπου, του αυλάρχη, του μοναρχοφασίστα τραμπούκου για να μας κάτσουν στο σκαμνί, να μας στήσουν δολοφονική απόπειρα στην Κηφισίας στην οποία τραυματίστηκε η γυναίκα μας, να να μας στείλουν εξορία στο Παρίσι και να προσπαθήσουν να μας δολοφονήσουν και εκεί- τους καταλαβαίνουμε. Τα τσιράκια του γερμανόφιλου βασιλιά, οι κατσαπλιάδες του γερμανόφιλου Μεταξά, η ακροδεξιά κάστα μέχρι τις μέρες μας μας μισούσε πάντα, έχουν αιώνιο κόμπλεξ απέναντί μας γιατί μας δικαίωσε η Ιστορία εμάς τους Βενιζελικούς και πάντα είχαμε και το ηθικό πλεονέκτημα.
Τουτων δοθέντων μπορείς να πεις ότι είμαστε η παράταξη των διωκομένων. Από το Θέρισο ακόμα τους είχαμε απέναντι τους μοναρχικούς χωροφύλακες, τότε που λύσαξαν με τον γερμανόφιλο Πρίγκιπα Αρμοστή να μας λιώσουν – αλλά τους διώξαμε ηρωικά απο την Κρήτη. Και μετά που ήρθαμε στην Αθήνα να σώσουμε τη χώρα, οι ακροδεξιοί γερμανόφιλοι Ράλληδες και Θεοτόκηδες έστελναν τους τραμπούκους τους γιατί φοβήθηκαν ότι χάνουν την εξουσία οι ελίτ. Και την ώρα που εμείς λιώναμε τις αρβύλες μας στο Μπιζάνι, το Κιλκίς και το Λαχανά, άλλοι έλιωναν τα παντελόνια τους στα σαλόνια και στα σκαλιά των Ανακτόρων. Την ώρα που εμείς διπλασιάζαμε τη χώρα αυτοί μηχανορραφούσαν εναντίον εμάς των Βενιζελικών. Την ώρα που εμείς φτιάχναμε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών αυτοί έβαζαν τους παπάδες τους να μας αφορίσουν και μας έριχναν το λίθο του αναθέματος στο Πεδίο του Άρεως. Τι περάσαμε δεν λέγεται. Αλλά αυτή η μεγάλη παράταξή μας των Βενιζελικών έμεινε όρθια. Αυτό είναι το μεγαλέιο της.
Ελάτε τώρα στη θέση τους. Των απέναντι. Της ελίτ που ανέδειξε χωροφύλακες, ασφαλίτες, χαφιέδες, εισαγγελείς, υπουργούς, μητροπολίτες, στυλοβάτες του μοναρχικού καθεστώτος, απηνείς διώκτες κάθε ανατρεπτικού, δημοκρατικού, φιλελεύθερου, βενιζελικού στοιχείου, της ελίτ που μας μπαγλάρωνε στο όνομα του γερμανόφιλου παλατιού, ξαφνικά βρέθηκε απέναντι από τα Ανάκτορα, στην Πλατεία των αγανακτισμένων, όλοι οι ακροδεξιοί μαζεμένοι μαζί με κάτι αριστερούς, προδομένοι από τους φίλους τους τους Γερμανούς που πιά ήταν δικοί μας φίλοι. Πώς να το πιείς αυτό το ποτήρι, πώς να τον αντέξεις αυτόν τον καημό; Πρωτοφανές. Ανήθικο. Εδώ μιλάμε για βωμούς και εστίες αν με εννοείτε. Γύρισαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Οι γερμανόφιλοι ήμασταν πια εμείς και αυτοί αναγκάστηκαν να γίνουν ένα με τους αριστερούς.
Ε, δικαιούνται, λοιπόν, να είναι και έκπληκτοι, και κατάπληκτοι, και απόπληκτοι, μπροστά σε τέτοια ανατροπή. Δικαιούνται και να κλάψουν, και να βρίσουν, και να απειλήσουν και να τσιρίξουν, και να πουν ψέματα, μπροστά σε τέτοιο διασυρμό. Τους Γερμανούς που τούς είχαν κληροδοτήσει οι βασιλιάδες τους και οι δικτάτορές τους τους υφαρπάσαμε εμείς, οι Βενιζελικοί, και αφήσαμε σ’ αυτούς αμανάτι τους κομμουνιστές που πάντα μισούσαν. Και οι Αριστεροί αναγκάστηκαν να ξεπουλήσουν την αξιοπρέπεια του κυνηγημένου και να γίνουν αδέρφια με τους ακροδεξιούς θύτες τους, για να απολαμβάνουν όλοι μαζί την αξιοπρέπεια του κυνηγού. Ετσι η αξιοπρέπεια του κυνηγημένου έμεινε μόνο σε μας τους Βενιζελικούς. Όπερ έδει δείξαι.
Δικαιούνται, για να το πω πιο απλά οι ακροδεξιοαριστεροί να μην είναι αξιοπρεπείς, να στήνουν κρεμάλες στο Σύνταγμα, να ουρλιάζουν υστερικά, να βρίζουν χυδαία, να λένε ασύστολα ψέμματα, να καπηλεύονται τη φτώχεια του κόσμου, γιατί έχουν μάθει την αξιοπρέπεια του κριτή, που ουδείς τολμούσε να κρίνει.
Δικαιούνται λοιπόν τη συμπόνια μας. Απόλυτη και χωρίς αστερίσκους. Κύριε άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News