Ας αρχίσουμε με ένα ιστορικό παράδειγμα. Το 1984 η Νέα Δημοκρατία, απελπισμένη από την συντριπτική ήττα που είχε υποστεί το 1981 (εθνικές εκλογές) και την επανάληψή της το 1984 (ευρωεκλογές) επέλεξε για αρχηγό της τον μέχρι πριν από λίγα χρόνια πολιτικό έπηλυ Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για να αντιμετωπίσει την «λαίλαπα ΠΑΣΟΚ» του Ανδρέα Παπανδρέου. Ουσιαστικά εξέλεξε έναν αντι-Ανδρέα.
Ο Μητσοτάκης πολιτεύθηκε με γνώμονα να πάρει την ρεβάνς, κομματική και προσωπική (ήταν γνωστή η προδικτατορική σύγκρουση των δύο). Απέτυχε το 1985. Τα κατάφερε το (και «βρώμικο» αποκληθέν) 1989 και ακολούθησαν όσα ακολούθησαν. Ομως, η ρεβάνς ήταν πρόσκαιρη και εντέλει δεν ωφέλησε ούτε το κόμμα ούτε τον ίδιο. Ο Ανδρέας επανήλθε στην κυβέρνηση το 1993, το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε άλλα 12 χρόνια, ο Μητσοτάκης έφυγε από την ενεργό πολιτική.
Τι σχέση έχει αυτό το ιστορικό παράδειγμα με το σήμερα; Εχει, αν και στη σημερινή περίοδο κυριαρχήσει ο στόχος της ρεβάνς. Ας το ξεκαθαρίσουμε:
—Στην υπόθεση της Novartis εμπλέκεται το όνομα του Αντώνη Σαμαρά. Σπεύδω από την αρχή να πω ότι όσα στοιχεία διάβασα στη δικογραφία τα θεωρώ εντελώς αδύναμα να στηρίξουν κατηγορία και ορισμένα φαιδρά (αυτά τα περί τροχήλατων βαλιτσών στο Μαξίμου, κατά την περίοδο της πρωθυπουργικής θητείας του). Αλλά ας μην παριστάνουμε και τους δικαστές, σύντομα θα ξεκαθαριστούν.
—Χωρίς δεύτερη κουβέντα ένας πρώην πρωθυπουργός δεν μπορεί να ανεχθεί τόσο ατιμωτικές κατηγορίες και έχει (όχι μόνο το αυτονόητο δικαίωμα αλλά) την υποχρέωση να τις αντικρούσει με κάθε τρόπο.
—Ομως, η ομιλία του Σαμαρά στη Βουλή τη Τετάρτη το βράδυ ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Η μισή και πλέον διαπνεόταν από ένα πνεύμα ακραίου ρεβανσισμού. Προανήγγειλε πέντε-έξι Εξεταστικές Επιτροπές («ακόμα και Ειδικά Δικαστήρια», δική του φράση) σχεδόν για όλο το φάσμα της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης: για την οικονομική ζημιά (Μνημόνιο, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, καταθέσεις κ.α), για το «άνοιγμα των συνόρων» και «το ενάμισι εκατομμύριο λαθρομετανάστες» (δικές του φράσεις), ακόμα και για το όνομα της Μακεδονίας (αυτό υπαινικτικά).
Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Ενας πρώην Πρωθυπουργός —όσο κι αν αισθάνεται διωκόμενος από «σκευωρούς» αντιπάλους του— έχει υποχρέωση να μετράει τα λόγια του. Εχει υποχρέωση να καταρρίψει τη «σκευωρία», δεν δικαιούται να υποστηρίζει ότι η κυβερνητική πολιτική μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής διερεύνησης.
Αν υιοθετηθεί αυτή η λογική, αύριο ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός (μόνος του αν είναι αυτοδύναμος, μαζί με την Φώφη Γεννηματά, αν συγκυβερνούν) δεν θα έχει τι άλλο να κάνει παρά να στήνει Εξεταστικές Επιτροπές και Ειδικά Δικαστήρια. Στο ένα θα στέλνει τον Τσίπρα και τον Τσακαλώτο για τα οικονομικά, στο άλλο τον Τσίπρα και τον Μουζάλα για τους «λαθρομετανάστες», στο τρίτο τον Τσίπρα και τον Κοτζιά για το «Βόρεια Μακεδονία».
Διάβασα λέξη προς λέξη την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη (εδώ). Ευτυχώς, απέχει παρασάγγας από την ρεβανσιστική λογική του Σαμαρά και από την «πολιτική» (δια) των τσιρίδων του Αδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος έχει για ψωμοτύρι το «θα σε βάλω φυλακή». Ούτε από την ομιλία της Γεννηματά (εδώ) αποκόμισα κάποια ρεβανσιστική επιθυμία. Επίσης ευτυχώς. Αλλα (σοβαρά) θα έχει να λύσει η επόμενη κυβέρνηση.
Η προ τριετίας ανιστόρητη και φαιδρή ρήση του Αλέξη Τσίπρα «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» δεν μπορεί να αντικατασταθεί σήμερα με το τσαμπουκαλίδικο «θα σας λιώσουμε». Ο ακραίος ρεβανσισμός είναι αρρώστια. Ούτε στο ποδόσφαιρο κάνει καλό πλέον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News