Πρόσφατα ανακοινώθηκε από την ΕΕ η σύνθεση επιτροπής ανωτάτου επιπέδου που συνέστησε με τη συμμετοχή 39 ειδικών για να εξετάσει, μελετήσει κι εισηγηθεί μέτρα -μεταξύ άλλων- για τις «ψευδείς ειδήσεις» (fake news, για να καταλαβαινόμαστε) και τη μέσω του Διαδικτύου «παραπληροφόρηση». Κατά τη μακρά προεκλογική μάχη στις ΗΠΑ και κυρίως μετά την εκλογή του Τραμπ έχει ενταθεί -όχι μόνο εκείθεν του Ατλαντικού- η συζήτηση. Πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί, ανάμεσά τους κι έλληνες κυβερνητικοί, αναθεματίζοντας -συχνά προσχηματικά- με κάθε ευκαιρία τα «fake news» έχουν συντείνει, ο καθείς κατά τις δυνάμεις του, ώστε η ΕΕ να ασχοληθεί ενεργά, αναλαμβάνοντας σχετική πρωτοβουλία που ανακοινώθηκε το περασμένο καλοκαίρι από την Ευρωπαία Επίτροπο Μαρίγια Γκάμπριελ.
Δεν είναι λίγοι, ωστόσο, όσοι διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι στην όλη κίνηση κι εμφανίζονται σκεπτικοί όχι μόνο ως προς την πληρότητα, αξιοπιστία κι εγκυρότητα όλων των στοιχείων που θα ληφθούν υπόψη κατά τη διατύπωση των προτάσεων της επιτροπής, αλλά κι ως προς τους στόχους της. Ηδη ένας εξ αυτών, ο Ολλανδός Κας Μούντε, μελετητής του λαϊκισμού και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, σε προ ημερών άρθρο του στον Guardian κάνει λόγο για «υστερία» που, τελικώς, αποπροσανατολίζει.
Από την άλλη πλευρά, όλο και συχνότερα γίνεται διεθνώς λόγος για ρεβάνς που κράτη και κυβερνήσεις θέλουν να πάρουν από τις αγορές προετοιμάζοντας το έδαφος αρχικώς για γενικευμένη «τεχνοεπίθεση» («techlash») κατά τεχνολογικών κολοσσών (όπως Facebook, Google, Amazon, Twitter κ.α). Στην Ευρώπη η ΕΕ (διά της δ/νσης ανταγωνισμού) έχει εντοπίσει διάφορες φορολογικές παραβάσεις σε Google και Amazon κι έχει επιβάλει υψηλότατα πρόστιμα, ενώ (διά της επιτρόπου ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας) στριμώχνει και το Twitter επικεντρώνοντας στο παράνομο ψηφιακό περιεχόμενο που μέσα από τις πλατφόρμες τους διακινείται σε απίστευτες «ποσότητες» με εξουθενωτικούς ρυθμούς. Η έναρξη εφαρμογής τον Μάϊο 2018 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας των Δεδομένων de facto θα προσφέρει νέα ευκαιρία στην ΕΕ να «στριμώξει» τους ψηφιακούς αντιπάλους της, καθόσον η διαχείριση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταφέρεται σε σημαντικό βαθμό από τις εταιρείες στους χρήστες.
Και στις ΗΠΑ, όμως, λέγεται και γράφεται πως τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για τις εταιρείες τεχνολογίας. Τα «ευρήματα» της τελευταίας προεκλογικής περιόδου κι η ανάμειξη ξένων δυνάμεων στη διακίνηση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και την ψηφιακή πολιτική διαφήμιση εξετάζονται από το Κογκρέσο με «άγριες» διαθέσεις, ενώ δεν αποκλείεται -τουναντίον- η αλλαγή προς το αυστηρότερο στο δίκαιο ανταγωνισμού.
Εντάσσεται η εκστρατεία κατά των «ψευδών ειδήσεων» στην «τεχνοεπίθεση»; Είναι νωρίς να το πει κανείς με σιγουριά, χωρίς και να αποκλείεται. Η πρόσφατη, μετά το 2000, πορεία του Διαδικτύου κι οι σαρωτικές αλλαγές που επήλθαν δεν άλλαξαν ριζικά μόνο τον τρόπο της επαγγελματικής, κοινωνικής, προσωπικής κ.λπ. ζωής όλων μας, έφεραν σε χρόνο ρεκόρ κέρδη πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων σε αρκετές εταιρείες τεχνολογίας, δίνοντάς τους εξουσίες και δυνατότητες που πλέον φαίνεται να ενοχλούν. Όλα δείχνουν πως επιχειρείται η αναζήτηση (κι επίτευξη;) νέας ισορροπίας. Κρίσιμο είναι στη διαδρομή αυτή να’ χουμε κι εμείς το νου μας, αναζητώντας νόημα πίσω από εύκολα κι απλοϊκά συνθήματα. Όλο αυτό το παιγνίδι μας αφορά πολλαπλώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News