Η μη επίλυση του προβλήματος για 26 χρόνια οφείλεται κυρίως στην αδιαλλαξία της πλευράς των Σκοπίων και στην έλλειψη σταθερής και ενιαίας στρατηγικής από τη δική μας πλευρά.
Τα δεδομένα που καθορίζουν το πεδίο της διαπραγμάτευσης διαμορφώνονται από τρεις κυρίως παράγοντες:
– Την απόφαση ένταξης του γειτονικού μας κράτους στον ΟΗΕ το 1992 με το προσωρινό όνομα FYROM.
– Την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, μεταξύ Ελλάδας και FYROM, όπου η μεν πλευρά των Σκοπίων δεσμεύεται να παραιτηθεί κάθε αλυτρωτικής ενέργειας με τροποποιήσεις του συντάγματος οπoυ είναι αναγκαίο και η δική μας πλευρά δεσμεύεται να μην εμποδίσει την ένταξη σε κανένα διεθνή, ή περιφερειακό οργανισμό την FYROM, ενώ και οι δυο πλευρές δεσμεύονται να συνεργαστούν σε όλα τα επίπεδα. Η ενδιάμεση συμφωνία είχε ισχύ 7 χρόνια, όπου έπρεπε να βρεθεί λύση και στο θέμα του ονόματος, διαφορετικά η κάθε πλευρά μονομερώς θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από την συμφωνία.
– Την αναγνώριση της FYROM, με την συνταγματική της ονομασία από τις περισσότερες χώρες του ΟΗΕ, ανάμεσα σε αυτές τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα.
Στην πράξη η ενδιάμεση συμφωνία έχει παραβιαστεί και από τις δυο πλευρές, με την FYROM να κάνει την αρχή, αφού δεν σταμάτησε τις αλυτρωτικές ενέργειες, με αποκορύφωμα την περίοδο Γκρουέφσκι.
Η χώρα μας δεν κατήγγειλε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης την FYROM, κάτι που έκανε όμως η FYROM για την άρνηση μας στο Βουκουρέστι, της ένταξή της στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή της ονομασία, αντιπροτείνοντας την ένταξή της με σύνθετη ονομασία, πρόταση που αρνήθηκε η FYROM και κατήγγειλε την χώρα μας στην Χάγη, όπου και καταδικαστήκαμε.
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν ξεκίνησε τις άτυπες συζητήσεις με τα Σκόπια, μετά από προτροπή της Ουάσιγκτον, αγνόησε το υφιστάμενο διεθνές πλαίσιο, που μπορεί να φαίνεται δυσμενές για την χώρα μας, άλλα στην ουσία δεν είναι, γιατί έχει δυο ισχυρά ατού: την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, η οποία, αφού δεν έχει καταγγελθεί από καμία πλευρά και παρ’ ότι έχει παραβιαστεί και από τις δυο, είναι σε ισχύ, και την αδήριτη ανάγκη της γειτονικής χώρας να ενταχτεί σε ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έκανε δυο μεγάλα λάθη:
1. Υποβάθμισε το πρόβλημα, ονομάζοντάς το «ονοματολογικό», αγνοώντας ότι το κυρίαρχο είναι ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων, που δεν ακυρώνεται με την αλλαγή του ονόματος και μάλιστα όταν αυτό θα περιέχει την λέξη Μακεδονία.
2. Υποτίμησε την αντίδραση του κόσμου πιστεύοντας ότι εξουθενωμένος από την κρίση δεν θα αντιδρούσε στα σχέδια της.
Ομως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έδειξαν ετοιμότητα και παγιδεύτηκαν στην επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης.
Μάλιστα η κυβέρνηση νιώθοντας τόσο σίγουρη για το αδιέξοδο της αντιπολίτευσης άρχισε να προβάλει την θέση ότι στη Βουλή υπάρχει πλειοψηφία βουλευτών για να ψηφίσουν την πρότασή της, ανεξάρτητα αν δεν υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία.
Δηλαδή, πήγε να εφαρμόσει την συνταγή ψήφισης του τρίτου μνημονίου, που όχι μόνο νομιμοποίησε την ριζική αλλαγή της μέχρι τότε πολιτική της, άλλα έλυσε τα εσωκομματικά της προβλήματα και προκήρυξε αιφνιδιαστικά εκλογές, τις οποίες κέρδισε και κυβερνά μέχρι σήμερα.
Την πρώτη φάση της αμηχανίας της ΝΔ την διαδέχτηκε ένας πρωτοφανής τακτισμός, που αναγόρευε τον Καμμένο ρυθμιστή των επιλογών της, στο μείζων αυτό εθνικό θέμα.
Μόλις προχθές ο Μητσοτάκης στο πολίτικο συμβούλιο της ΝΔ παρουσίασε αυτόνομη στρατηγική και απελευθερώθηκε από τον τακτισμό και της επιθετική επικοινωνιακή στρατηγική του Τσίπρα, ο οποίος το δικό του πρόβλημα με τον Καμένο και την κοινωνία το είχε μεταφέρει στον Μητσοτάκη, με την βοήθεια είναι γεγονός, των στελεχών που πρόσκεινται στους πρώην πρωθυπουργούς της ΝΔ.
Κάποια στιγμή το εθνικό θέμα, που απαιτούσε υπευθυνότητα και συναίνεση από όλους, πήγε να εξελιχτεί σε κομματική σύγκρουση μέχρι τελικής πτώσης.
Ο Τσιπρας επεδίωκε να διασπάσει ουσιαστικά την ΝΔ και ο Μητσοτάκης να οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης αξιοποιώντας το παιχνίδι πολιτικής επιβίωσης του Καμένου.
Σε όλες αυτές τις εξελίξεις υπάρχει και ένα παράδοξο που δεν μπορούν να κρύψουν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ με τις οξύτατες αλληλοκαταγγελίες.
Ξεκίνησαν και οι δύο μιλώντας για το πρόβλημα μόνο του ονόματος, όμως μετά τις αρνητικές δημοσκοπήσεις για την σύνθετη ονομασία και το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, τώρα και οι δυο και ορθώς, μιλούν πως το πρώτο θέμα είναι οι αλυτρωτικές πρακτικές των γειτόνων.
Είναι πλέον εμφανές ότι δεν πρόκειται να υπάρξει λύση των προβλημάτων με τους γείτονες, γιατί σε καμιά από τις δυο πλευρές δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις.
Αυτό που θα ακολουθήσει είναι η σύγκρουση για το ποιος φταίει και χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία, αν υπήρξε, να λυθούν τα προβλήματα.
Φοβάμαι ότι με τέτοια μικροκομματική συμπεριφορά κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης κινδυνεύει η χώρα μας να χρεωθεί το νέο αδιέξοδο, ενώ η κύρια ευθύνη είναι και πάλι στην άλλη πλευρά.
Η μόνη παρηγοριά είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις στη FYROM είναι τραγικές πρώτα για την χώρα τους και μετά για μας και θα μας είναι εύκολο να τους χρεώσουμε την αποτυχία.
Το αδιέξοδο με την FYROM, οι μεγάλες δυσκολίες της τέταρτης αξιολόγησης και ό,τι κρύβει αυτή, με μια ένταση της σκανδαλολογίας, είναι μια εκλογική ατζέντα που σίγουρα σκέφτεται για τον Ιούνη η κυβέρνηση.
Την χώρα, την οικονομία και τις ανάγκες των πολιτών ποιος τις σκέφτεται;
* Ο Γιάννης Μαγκριώτης διετέλεσε υπουργός στις κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News