Πάντα θα συμβαίνει το ίδιο. Κάποιος άνθρωπος με δημόσιο λόγο θα πεθαίνει και, επιβιβαζόμενος στη βάρκα για την Αχερουσία, θα ακούει ψιθύρους βουτηγμένους στη χολή και κραυγές πίσω από κουκούλα.
Θα μου πείτε, έτσι είναι αυτά. Δεν υπάρχει κάποιος που να φεύγει από τον κόσμο έχοντας αφήσει μόνο φίλους πίσω του. Ακόμα και αν κανένας δεν κατάλαβε ότι ζούσες, όλο και κάποιος θα βρεθεί στο τέλος για να στάξει λίγο φαρμάκι στο χώμα που θα σε σκεπάσει. Ολοι μας το έχουμε δει και όλοι θα το υποστούμε. Ακούς το φτυάρι να ρίχνει χώμα στο φέρετρο, τα πόδια των φίλων που σέρνονται στον δρόμο για τον καφέ και το παξιμάδι και ανάμεσα τους ίσως τσιμπήσεις μία ξινή κουβέντα. Ισως πάλι πιάσεις ένα βλέμμα που αδημονεί να πάρει φωνή, μία ματιά που λέει περισσότερα από όσα θα έλεγαν τα χείλη.
Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται όταν πεθάνει κάποιος που αντιπαθούσαν. Αυτό δεν εμφανίζεται ως λάθος στην εγγραφή του αξιακού τους κώδικα. Το θεωρούν απολύτως φυσιολογικό, ηθικά ανεκτό. Και, ναι, δεν έχουν αναστολές όταν το χαιρέκακο χαμόγελο ανθίζει στο πρόσωπο, φανερώνοντας τα δόντια τους. Δεν νομίζω πώς πρόκειται για κοινωνικό φαινόμενο, για σημάδι των καιρών. Είναι μία ψυχολογική αντίδραση που εκδηλώνεται από συγκεκριμένους ανθρώπους για λόγους που, ενίοτε, μπορεί να έχουν και βάση. Θα ήταν, ίσως, φυσιολογικό να χαρείς αν πεθάνει ένας άνθρωπος που μισούσες θανάσιμα ή σου προκάλεσε μία σοβαρή βλάβη. Βέβαια, θα ήταν καλύτερο να έχεις απαλλάξει τον εαυτό σου από το πάθος, αντλώντας δύναμη από τη συγχώρεση. Ομως, μισό λεπτό. Στην περίπτωση του Βασίλη Μπεσκένη διαβάσαμε πανηγυρικές ή ειρωνικές αναρτήσεις από ανθρώπους που ο μακαρίτης ούτε γνώριζε, ούτε έβλαψε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί;
Νομίζω ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες. Εκείνοι που εκδηλώνουν επωνύμως τον ενθουσιασμό τους διακρίνονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από μία συναισθηματική δυσλειτουργία. Ενας νέος άνθρωπος πέθανε λίγο μετά τη βάφτιση του παιδιού του. Αν επωνύμως δηλώνεις ότι σε χαροποιεί κάτι τέτοιο, το πρόβλημα δεν είναι δικό μας, ούτε, φυσικά του εκλιπόντος. Είναι πρωτίστως δικό σου. Υπάρχουν φυσικά και οι άλλοι που, ντυμένοι δέρματα φιδιού, βγάζουν δηλητηριώδη γλώσσα. Πρόκειται για θρασύδειλους που, πιθανότατα, το μόνο που επιδιώκουν είναι η ηδονή από την προσέλκυση προσοχής. Επίσης συχνά αυτό το ασφαλές κύλισμα στο βούρκο της χυδαιότητας λειτουργεί, περίπου, αφροδισιακά για ορισμένους.
Αισθάνομαι ότι μπορούμε να αντιληφθούμε από πού ξεκινούν αυτές οι συμπεριφορές. Και όχι, δεν έχουν να κάνουν με τους «ψόφους» και τους «καρκίνους» που εμπλούτισαν το λεξικό του δημόσιου λόγου τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για αρχέγονα αντανακλαστικά που, υποθέτω, θα κωδικοποιούνται ψυχιατρικά. Πάντα υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι και πάντα θα υπάρχουν. Απλώς με τα social media το βλέπουμε και γραμμένο μπροστά στα μάτια μας.
Εν προκειμένω, το μεγάλο θέμα δεν βρίσκεται σε αυτά τα δυσλειτουργικά μυαλά, αλλά στην αναπαραγωγή της χυδαιότητας. Ακόμα και αν δεν ήξερες ότι μία κυρία έγραψε κάτι απαξιωτικό για τη μνήμη του Μπεσκένη, το έμαθες από τα σοβαρά και τα έγκυρα site. Το διάβασες κάτω από τίτλους για «οργή στα social media». Και το είδες εκεί μπροστά σου, να αναπαράγεται χιλιάδες φορές. Το κακό έχει μία μοναδική δύναμη. Αναπαράγεται ακόμα και από εκείνους που θέλουν να το πολεμήσουν. Βλέπεις το tweet και σου φαίνεται τόσο ακραία χυδαίο που θέλεις να το μοιραστείς και με τους φίλους σου. Και χωρίς να το καταλάβεις, έχεις πάρει το μικρό, το ευτελές, το κακό και του έδωσες τη φωνή σου για να πάει πιο κάτω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News