Εκείνη την ημέρα είχα καταφθάσει στα δικαστήρια με μια τεράστια απορία μέσα μου. «Ποιος διάολο είναι αυτός, για τον οποίον με είχαν καλέσει ως μάρτυρα;». Και συγχρόνως μια βεβαιότητα, ότι κάποιο λάθος είχε γίνει. Προφανώς στα δικαστήρια είχαν καταφθάσει και άλλοι με την ίδια απορία και βεβαιότητα. Πόσοι ήταν οι άλλοι; Μια αίθουσα «κόσμος» πλην ενός.
Περιμένοντας τη σειρά μας, πιάσαμε κουβέντα ο ένας με τον άλλον. Πλην ενός. Που καθόταν αμίλητος στο πιο ακριανό κάθισμα. Δεν αργήσαμε να βρούμε το κοινό μας σημείο. Ολοι ήμασταν θύματα μιας αδίστακτης συμμορίας κακοποιών που τρύπωναν στα σπίτια νύχτα και ενώ οι ένοικοι κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου, οι μάγκες ενεργούσαν τον ξύπνιο του αδίκου.
Το έχω ξαναγράψει. Ολοι μεταμορφωνόμαστε σε «γενναίους» τέτοιες ώρες. Από κάπου εκβράζει τόσο δύναμη η ψυχή μας, που απορείς με τον ίδιο τον εαυτό σου. Ετσι ενήργησα και εγώ. Αλλά μετά; Το άτιμο μετά, είναι το αληθινό σου δράμα. Τρέμεις και τον ίδιο σου τον ίσκιο. Περνάνε χρόνια για να κοιμηθείς ξανά ήσυχος. Υποψιάζεσαι τους πάντες και τα πάντα. Η αγωνία κατοικοεδρεύει μέσα σου και τη μεταδίδεις στα παιδιά σου και σε όποιον αγαπάς. Είσαι σε συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα κακού.
Εκείνη την ημέρα, μόλις αντιλήφθηκα ότι μια ολόκληρη αίθουσα άνθρωποι είχαμε υποστεί ακριβώς το ίδιο και σε λίγο θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το κάθαρμα που είχε εισβάλει στη ζωή μας, θυμάμαι ότι είχε μαζευτεί όλο το αίμα μου στα νύχια μου. Εκανα τρελές σκέψεις. Ηθελα να τον δω και να του επιτεθώ και ό,τι με βρει με βρήκε.
Ναι! Φτάνεις στο ακραίο σημείο να θες να πάρεις τον νόμο στα χέρια σου. Ονειρεύεσαι αυτοδικία. Να μην πολυλογώ…
Εκείνη την ημέρα στο δικαστήριο, μια αίθουσα άνθρωποι, ήρθαμε εν τέλει αντιμέτωποι με το τίποτα. Ο ληστής είχε σύμμαχο. Τον νόμο Παρασκευόπουλου. Εμείς; Χωρίς συμμάχους. Για το αδιαχώρητο των φυλακών βρέθηκε λύση απλούστατη. Ανοίγουμε τις πόρτες. Τα ισόβια, έξι χρόνια. Ολα τα παράλογα, μας τα λοβοτομούν ως «ΟΚ».
Εποχή τεράτων. Σας γράφω μια ιστορία. Ομως, από την αρχή του κειμένου μου, τονίζω «πλην ενός». Ενα νέο παιδί που καθόταν σκυφτό στην άκρη της αιθούσης. Μπήκε ο διάολος μέσα μου. Μέχρι που τον υποψιάστηκα τον αμίλητο. Τελικά ο νεαρός άνδρας ήταν αστυνομικός. Εκείνος είχε συλλάβει τον «δήμιό» μας.
Η αψάδα του νέου, του «απονήρευτου». Από τη Σχολή στον δρόμο. Που έπεσε κατά πάνω στον άγριο ληστή και έδωσε μάχη ζωής. Προς τι; Προς τι; Η ανομία σουλατσάρει ανενόχλητη, μπορεί και «χρήσιμη»… Προσεύχομαι συχνά, να μην αντιληφθούμε πόσο ακυβέρνητοι ήμαστε, για να περισώσουμε τις όποιες μας δυνάμεις. Εδώ που φτάσαμε, οι ψευδαισθήσεις ενός κράτους εν ζωή… Μπορεί και να σώζει ζωές. κ. Παρασκευόπουλε, κ. Τόσκα chapeau! Ποτέ δεν ήμασταν χειρότερα.
ΥΓ: «Τα δυο τελευταία χρόνια βγήκαν 10.000 κρατούμενοι». Τάδε έφη Παρασκευόπουλος. «Ζούμε σε ασφαλέστατη χώρα». Τάδε έφη Τόσκας. Τι να πει ο πολίτης; Στέρεψαν πια και οι λέξεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News