Η χώρα βρίσκεται σε μία ιδιόμορφη κατάσταση αισθητών αντιφάσεων. Διαθέτει μία κυβέρνηση που υπόσχεται πράγματα που δεν τα πιστεύει (επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις), μία οικονομία που επιδερμικά σταθεροποιείται, αλλά μόλις κανείς ξύσει την επιφάνεια ανακαλύπτει θηριώδεις οφειλές από όλους προς όλους, μία αξιωματική αντιπολίτευση που τεχνοκρατικά είναι η πιο άρτια που υπήρξε τα τελευταία χρόνια, αλλά πολιτικά ψάχνεται, διεθνείς εταίρους που από τη μία παρουσιάζουν μία γκρίζα εικόνα για την οικονομία (προβλέψεις Οκτωβρίου ΔΝΤ) και από την άλλη επιδαψιλεύουν διθυραμβικά σχόλια και μία κοινωνία που διαπιστώνει, αλλά μένει απαθής.
Μέσα σε αυτή τη μεγάλη και ιδιόμορφη εικόνα της χώρας, εξελίσσεται σταδιακά το τέλος της Β’ φάσης της μνημονιακής κρίσης (Α’ φάση 2010 -15, Β’ φάση 2015-18).
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ έχει μετατραπεί σε συστημική δύναμη διαχείρισης και όχι ανατροπής, όχι μόνο δεν πληρώνει τα επίχειρα της προγενέστερης ρητορείας του, αλλά δέχεται σε διεθνή φόρα τα συγχαρητήρια θεσμικών παραγόντων για την οβιδιακή του μετάλλαξη και την υπεράσπιση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας.
Αρκούν όμως οι διπλωματικές αβρότητες; Όχι. Η οικονομία βρίσκεται στη μέγγενη βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κινδύνων. Οι βραχυπρόθεσμοι είναι η έλλειψη βούλησης για σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές είναι που δίνουν ώθηση στην οικονομία και την αναπτυξιακή διαδικασία.
Οι μακροπρόθεσμοι είναι παράγοντες και κίνδυνοι που αφορούν τη χώρα μετά το 2020 και αφορούν κυρίως τη δυσμενή δημογραφική εξέλιξη της χώρας τη στιγμή που οι παραγωγικές και αναπτυξιακές επιλογές δεν εξασφαλίζουν τις αναγκαίες επενδύσεις στη νέα γενιά. Από τη μία η χώρα είναι επενδυτικός προορισμός αφού οι τιμές έχουν πέσει και οι ευκαιρίες είναι πολλές, από την άλλη όμως, τα εμπόδια για τις επενδύσεις είναι ακόμα ανυπέρβλητα.
Η κρίσιμη χρονιά είναι… μισή. Το πρώτο εξάμηνο του 2018 είναι το πιο κρίσιμο εξάμηνο από το αντίστοιχο πρώτο του 2012. Το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους θα φανεί σε όλη του την έκταση ότι η απαίτηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που δεν θα προέρχονται από την ανάπτυξη που θα προσφέρει μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα, αλλά από υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές με την οικονομία στάσιμη και με ταυτόχρονη αδυναμία μείωσης δημοσίων δαπανών, δεν μπορεί να διατηρηθεί επί μακρόν… Αυτή η εξίσωση λείπει από το δημόσιο διάλογο και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν οι προτάσεις των κομμάτων και των φορέων.
Αύγουστος 2018
Η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια είναι μία τεχνητή ένεση ηθικού στην ελληνική οικονομία. Μία ευεπίφορη στις διπλωματικές και πολιτικές στοχεύσεις τακτική. Καθαρή έξοδος θα έπρεπε ήδη να έχει πραγματοποιηθεί και να έχει ήδη δημιουργηθεί ένα «μαξιλάρι» χρηματοδότησης. Το πιο πιθανό σενάριο είναι η ECCL[1] πιστωτική γραμμή, η οποία θα αποτελέσει συνέχεια του 3ου Μνημονίου που τελειώνει τον Αύγουστο του 2018. Η ECCL θα αποτελεί ένα μηχανισμό πίστωσης υπό αίρεση και θα χορηγηθεί από τον ESM. Δηλαδή θα συμφωνηθεί, αλλά θα ενεργοποιείται όταν υπάρχουν αποκλίσεις, όταν επίσης οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ξεπεράσουν κάποια όρια και βεβαίως η αναγκαιότητα της ECCL σχετίζεται και με τις τράπεζες.
ΕΚΤ, ΔΝΤ και Βρυξέλλες συγκλίνουν στην άποψη ότι εάν και εφόσον προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες στα stress tests του Μαΐου 2018 και με δεδομένο ότι το τρίτο πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο του 2018, θα πρέπει να υπάρξει έγκαιρη μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι ο νέος κύκλος ανακεφαλαιοποίησης θα είναι επιτυχής.
Εάν η Ελλάδα δεν διαθέτει investment grade, δηλαδή βαθμολογία που να θεωρείται επενδυτική βαθμίδα τον Αύγουστο και ταυτόχρονα δεν βρίσκεται σε πρόγραμμα στήριξης, η ΕΚΤ θα υποχρεωθεί να αποσύρει το waiver στα ελληνικά ομόλογα[2].
Η επαναφορά του waiver κατέστησε επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα για πράξεις νομισματικής πολιτικής και ταυτόχρονα αύξησε τις εγγυήσεις.
Η ΕΚΤ αλλάζει ριζικά το πλαίσιο χορήγησης του ELA (emergency liquidity) και πλέον τίθενται χρονικά από 6 + 6 μήνες, δηλαδή 12, αλλά εφόσον ενεργοποιηθεί η παράταση η μηνιαία μείωση πρέπει να είναι ραγδαία.
Χωρίς πρόγραμμα η άντληση ρευστότητας από το ELA θα είναι ανέφικτη.
Η πορεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων NPLs και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων NPEs βρίσκονται ξανά στο μικροσκόπιο της ΕΚΤ και του SSM. Είναι προφανές ότι η ΕΚΤ και ο SSM θα ζητήσουν ακόμη μεγαλύτερα κεφαλαιακά buffer – αποθέματα – ως δικλείδες ασφαλείας για τα προβληματικά δάνεια και προβληματικά ανοίγματα.
Εν Ελλάδι
Στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, οι κοινωνικές δυνάμεις που στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ έχουν εξανεμιστεί. Οι δημοσκοπικές δυνάμεις που συγκρατεί ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αξιοσημείωτη αντοχή.
Αυτό συμβαίνει γιατί έχει μεγαλώσει πολύ η «γκρίζα ζώνη» των πολιτών που βιώνουν τη δύσκολη καθημερινότητα όντας πλέον απαθείς για την πολιτική κατάσταση.
Η στασιμοχρεωκοπία στην οποία βρίσκεται η χώρα, έχει οδηγήσει σε στασιμότητα και το πολιτικό σύστημα. Στις αρχές της κρίσης η πολιτικοποίηση των πολιτών υπήρξε έντονη. Κινήματα, δράσεις, συζητήσεις και αναζητήσεις έφεραν την πολιτική στο προσκήνιο. Από εκεί ξεπήδησαν και τα πάσης φύσεως κινήματα αντίδρασης. Η πολιτικοποίηση υπήρξε κατακόρυφη. Τώρα, μετά την απογοήτευση από τις έωλες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολίτες ιδιωτεύουν μέσα στην απαιτητική καθημερινότητα…
Οι λόγοι όμως που το πολιτικό σύστημα δεν παράγει κύματα κινητοποίησης, είναι πιο ουσιαστικοί. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί διμέτωπο αγώνα. Δίνει ψήγματα σταθερότητας στη χειμαζόμενη ελληνική επιχειρηματική τάξη και χρυσώνει το χάπι των φόρων με κοινωνική ηρεμία. Από την άλλη αναβαπτίζεται ιδεολογικά στα νάματα της αριστεροσύνης του παρελθόντος (του) μέσα από πρωτοβουλίες όπως η αλλαγή φύλου, η κάνναβη κλπ.
Η διμέτωπη αυτή τακτική συντηρεί δημοσκοπικά τις δυνάμεις του και δίνει άνεση πολιτικών πρωτοβουλιών.
Η ΝΔ είναι η πιο τεκμηριωμένη και ορθολογική αξιωματική αντιπολίτευση που έχει ο τόπος μέσα στα μνημονιακά χρόνια. Αυτό όμως, δεν αρκεί. Το κόμμα δεν «ζυμώνεται» ιδεολογικά και δεν διαθέτει ακόμα το δικό του πολιτικό λεξιλόγιο, μπροστά στα νέα προτάγματα της οικονομίας, των κοινωνικών εξελίξεων, των νέων συνθηκών, αλλά και των πολιτών που ζητούν λύση πέρα από τα κλισέ της μεταπολίτευσης
Ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ως ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ ήταν αξιωματική αντιπολίτευση «θυσίαζε» τις διαφωνίες επί σοβαρών θεμάτων (θέση Ελλάδας στο Ευρώ π.χ.), στο βωμό την ανάληψης της εξουσίας, όπως άλλωστε επιτάσσει η θέση κάθε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κάτι που ήταν φαινομενικά πολύ δύσκολο γιατί τότε το κόμμα διέθετε συνιστώσες που κινούνταν από την εξωκοινοβουλευτική άκρα Αριστερά μέχρι τον παλιό Συνασπισμό.
Η ΝΔ, παρά την πιο εκτεταμένη και ισχυρή ομοιογενοποίηση της σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, εκπέμπει ενίοτε πιο ηχηρά τις διαφωνίες παρά τις προτάσεις της.
Το δεδομένο αυτό αποτελεί όπλο για το ΣΥΡΙΖΑ που προτίθεται να το χρησιμοποιεί κάθε φορά που θα προκύπτει ανάγκη και με κάθε ευκαιρία. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτιμά να πάει κόντρα στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης προκειμένου να προκαλέσει ρηγματώσεις στη ΝΔ, όπως έγινε με το νομοσχέδιο για το φύλο.
[1] https://www.esm.europa.eu/sites/default/files/esm_guideline_on_precautionary_financial_assistance.pdf
[2] Η δυνατότητα να γίνονται αποδεκτά από το ευρωσύστημα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News