Oταν κέρδισε η Αριστερά, αρκετοί είπαμε ότι, επιτέλους, θα απαλλαγούμε από το αναχρονιστικό και βίαιο θέαμα των μαθητικών παρελάσεων. Ομως εμείς που δεν θέλουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να παρελαύνουν με στρατιωτικό βήμα είμαστε μία ξενόδουλη μειοψηφία και, τέλος πάντων, καταλάβαμε ότι πρώτα θα απαλλαγούμε από τα μνημόνια, μετά θα ανακτήσουμε την αξιοπρέπεια μας και στο τέλος μπορεί να συζητήσουμε για τις παρελάσεις.
Αντί, λοιπόν, να απαλλαγούμε από τις παρελάσεις, αποκτήσαμε ακόμα ένα λόγο για να στενάξουν τα social media και να πολιτικολογήσουμε για τα επουσιώδη. Καταργήθηκε το κριτήριο της αριστείας στην επιλογή των σημαιοφόρων. Περίμενα ο Γαβρόγλου να πει κάτι ωραίο, για απελευθέρωση των παιδιών από τα δεσμά της αριστείας. Τελικά είπε κάτι αφελές για την πίεση που ασκούσαν οι οικογένειες προκειμένου να δουν το καμάρι τους με τη σημαία στο χέρια. Εννοείται ότι η απόφαση δεν εκπορεύεται από ενδιαφέρον για τα παιδιά, αλλά από σημειολογική σκοπιμότητα.
Διαβάζοντας, όμως, αντιδράσεις στα social media, σημείωσα και μερικές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που, με τον τρόπο τους, δικαιώνουν τον Γαβρόγλου αν και ο ίδιος δεν έσπευσε να τις υιοθετήσει.
«Για ποιο λόγο ένα παιδί, σαν το δικό μου, με μαθησιακές δυσκολίες να μην έχει ποτέ την ευκαιρία να κρατήσει τη σημαία;» απορεί ένας γονιός.
«Και στο δικό μας σχολείο κλήρωση κάνουν αφού είναι αρκετά παιδιά στη σφαίρα της αριστείας» σχολιάζει ένας άλλος.
Δεν είναι αβάσιμες παρατηρήσεις, αλλά δεν μπορούν να σταθούν ισότιμα απέναντι στο γενικό κανόνα.
Το πρόβλημα μας είναι ευρύτερο. Και βρίσκεται στην κοινή αντίληψη περί αξιολόγησης, μίας έννοιας που παραδοσιακά απορρίπτεται ή αντιμετωπίζεται επιφυλακτικά από μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας μας.
Η «προοδευτική» προσέγγιση, όπως εκφράστηκε από την Αριστερά, περιγράφει την αξιολόγηση ως ένα μέσο που εντείνει τον ανταγωνισμό και αναπαράγει ακραίες και βίαιες συνθήκες. Βέβαια ακόμα και στο βαθύ σκότος των σοβιέτ, η αξιολόγηση ήταν αποδεκτή ως μέσο επιβράβευσης των παραγωγικότερων. Εδώ σε μας τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Η αξιολόγηση συνδέεται ως και με τη βαρβαρότητα ή την αποτύπωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό, φυσικά, δεν είναι αληθές. Οταν οι δημόσιοι υπάλληλοι αρνούνται την αξιολόγηση, ουσιαστικά αποδέχονται το δικαίωμα της αγέλης σε μία κοινή μοίρα. Και αυτό είναι κάτι που συμφέρει τους μέτριους, την πλειοψηφία, με πρώτους τους συνδικαλιστές. Οι καλοί, ούτως ή άλλως, αποτελούν πάντα τη μειοψηφική μερίδα. Η αριστεία και η αξιολόγηση τρομάζουν πολλούς. Πιστεύουν ότι πρόκειται για μέσα που καλλιεργούν την αδικία. Και η απόρριψη της αριστείας κατά κάποιον τρόπο ικανοποιεί τον φθόνο μας, γνέφοντας κατευναστικά προς τη ζήλια μας.
Επίσης στην Ελλάδα η αξιολόγηση συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Οχι άδικα. Μία κοινωνία που γνωρίζει ότι το μέσον και το ρουσφέτι ακόμα αποδίδουν, είναι λογικό να βλέπει με επιφύλαξη την ηθική της αξιολόγησης. Εδώ στήσαμε ολόκληρο μηχανισμό Πανελληνίων Εξετάσεων, στίβουμε τα παιδιά σαν σφουγγαρόπανα, μόνο και μόνο επειδή κανένας δεν εμπιστευόταν την αξιολόγηση των υποψηφίων. Και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε εύκολα την υποκειμενική κρίση ως μέτρο. «Και ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις; Λες και δεν ξέρω πώς έγινες διευθυντής!»
Κάπως έτσι, η επιλογή του σημαιοφόρου βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στη βαθμολογική επίδοση. Υπό άλλες συνθήκες, θα υπάγετο στη διακριτική ευχέρεια του δασκάλου. Στην 28η Οκτωβρίου μπορεί να έπαιρνε τη σημαία ο καλύτερος στους βαθμούς, αλλά στην επόμενη παρέλαση, της 25ης Μαρτίου, πρώτος θα ήταν ο μαθητής που προσπάθησε περισσότερο ή το παιδί με τις μαθησιακές δυσκολίες που καταβάλλει προσπάθεια. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τη μέση ελληνική οικογένεια. Όπως δεν θα γίνει αποδεκτή ούτε η μέθοδος της κλήρωσης, τουλάχιστον για μερικά χρόνια –αν, φυσικά, δεν αλλάξει ο νόμος από την επόμενη κυβέρνηση. Να το θυμηθείτε, την 28η Οκτωβρίου θα ζήσουμε τραγελαφικές στιγμές με γονείς αρίστων να αποδοκιμάζουν τον χειρότερο μαθητή που παρελαύνει ως σημαιοφόρος.
Ναι, εντάξει, εδώ όμως μιλάμε για μαθητές του Δημοτικού. Δεν οφείλει το υπουργείο να τους προστατεύσει από τον κανιβαλισμό του ανταγωνισμού; Αστειότητες. Ούτως ή άλλως το εκπαιδευτικό σύστημα προάγει τον ανταγωνισμό –όλα τα παιδιά βαδίζουν προς τη μηχανή του κιμά των Πανελληνίων. Η ζωή η ίδια είναι, δυστυχώς, ανταγωνιστική. Ξέρω, είναι φριχτό. Και πολλοί ονειρεύονται έναν άλλον κόσμο που είναι εφικτός. Όμως αυτός ο κόσμος δεν γίνεται να υπάρχει μόνο στην ΣΤ’ Δημοτικού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News