Την 1η Ιουλίου συμπληρώνονται 20 χρόνια από την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα μετά την μακρόχρονη βρετανική κυριαρχία υπό ένα καθεστώς το οποίο ονομάστηκε «μία χώρα, δύο συστήματα». Αλλά μία αναπόφευκτη ερώτηση θα πλανάται πάνω από τις εκδηλώσεις που πρόκειται να γίνουν τις επόμενες ημέρες: υπάρχει σήμερα κάτι για να εορτάσει κανείς;
Αν μπορούσε να θέσει κανείς τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, τον αρχιτέκτονα του μοντέλου «μία χώρα, δύο συστήματα», πώς θα φανταζόταν την 20η επέτειο της μεταβίβασης ίσως απαντούσε ότι οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ θα απολάμβαναν ευημερία και ελευθερία. Οι ηγέτες της Κίνας εκείνης της εποχής θα υπερηφανεύονταν ίσως για την αξιοπιστία τους και την ικανότητά τους στη διακυβέρνηση καθώς για το ότι θα είχαν καταφέρει -είκοσι χρόνια μετά- να δώσουν μία καλή απάντηση στις αντιρρήσεις εκείνων που αμφέβαλαν για την ειλικρίνεια του Κομουνιστικού Κόμματος και για την πρόθεσή του να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει.
Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σήμερα στο Χονγκ Κονγκ συμβαίνουν γεγονότα αδιανόητα για άλλες εποχές – συχνές μαζικές αντικινεζικές διαδηλώσεις, εκλογή στο τοπικό κοινοβούλιο ακραίων εκπροσώπων, ανοιχτές προσκλήσεις για ανεξαρτησία.
Ασφαλώς ισχυρές οικονομικές δυνάμεις -όπως η άνοδος της κινεζικής οικονομίας, η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και η εκτίναξη των τιμών των ακινήτων- έπληξαν το Χονγκ Κονγκ από το 1997, υπονομεύοντας την οικονομική ανταγωνιστικότητα της πόλης και συμβάλλοντας στην άνοδο της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Αλλά ενώ οι αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις εκτόξευσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, οι μαζικές διαμαρτυρίες που έχουν καταλήξει καθημερινότητα στη ζωή της πόλης είναι κυρίως έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας σε σχέση με τα δικαιώματα των πολιτών του Χονγκ Κονγκ.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα λίγοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα» επιτυχία. Στην πραγματικότητα το μοντέλο υπονομεύθηκε από την αρχή εξαιτίας ορισμένων μοιραίων προβλημάτων, που είναι δομικά στο σύστημα διακυβέρνησης.
Πρώτα-πρώτα η γλώσσα που χρησιμοποίησε η Κίνα για να εκφράσει τη δέσμευσή της στην υπόσχεση ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα των πολιτών της πόλης ήταν εσκεμμένα ασαφής. Ακόμα και η κοινή διακήρυξη που υπογράφηκε από τη βρετανική και την κινεζική κυβέρνηση το 1984 -η οποία έθετε το 1997 ως το χρονικό όριο εντός του οποίου θα έπρεπε να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση- προσέφερε μόνον την αόριστη υπόσχεση ότι ο επικεφαλής της πόλης θα διορίζονταν από τη Κίνα «στη βάση των εκλογών ή διαβουλεύσεων με τους φορείς της πόλης».
Βεβαίως η μόνη πλευρά που θα μπορούσε να επιβάλει τους όρους της κοινής διακήρυξης – ήταν η κεντρική κυβέρνηση του Πεκίνου. Ως αποτέλεσμα οι κινέζοι ηγέτες απέτυχαν να τιμήσουν το πνεύμα αλλά και τους όρους των συμφωνιών και των υποσχέσεών τους και μάλιστα ατιμωρητί.
Η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών του Χονγκ Κονγκ, ιδίως δε των νέων, αντανακλά την επιθυμία για αλλαγή αλλά και τιμωρία της Κίνας η οποία δεν τήρησε τις υποσχέσεις της για «αυτοδιοίκηση» και η οποία απαντά στη δυσαρέσκεια με καταπίεση.
Υπάρχει μία ακόμη παράμετρος της αποτυχίας του μοντέλου «μία χώρα, δύο συστήματα»: η απόφαση του Πεκίνου να κυβερνήσει την πόλη μέσω των παλιών καπιταλιστών της πόλης. Οσο ειρωνικό και αν ακούγεται αυτό, οι αυτοαποκαλούμενοι κομουνιστές του Πεκίνου εμπιστεύτηκαν περισσότερο τους κροίσους του Χονγκ Κονγκ παρά τις λαϊκές μάζες (ίσως γιατί το να εξαγοράσεις τους πλούσιους ήταν πολύ φθηνότερο).
Αλλά ακριβώς επειδή οι κυβερνήτες αυτοί -οι παλιοί καπιταλιστές- ήταν και είναι αφοσιωμένοι στους ηγέτες του Πεκίνου και όχι στους πολίτες της πόλης που διοικούν, απέτυχαν και έγιναν κακοί πολιτικοί. Υπό την προστασία του ΚΚΚ απέκτησαν εξουσία και προνόμια που θα ήταν αδύνατον να αποκτήσουν κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας.
Αυτό όμως απομάκρυνε τους πολίτες από τους κυβερνήτες τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι άνθρωποι του Πεκίνου να αποτύχουν θεαματικά στο να εξασφαλίσουν λαϊκή νομιμοποίηση. Ας σκεφτεί κανείς την τύχη των ανθρώπων που επέλεξε η Κίνα όλα αυτά τα χρόνια να κυβερνήσουν την πόλη. Ο πρώτος, ο Τουνγκ Τσε Χουά ήρθε αντιμέτωπος με μισό εκατομμύριο διαδηλωτές του 2003. Το 2005 στα μισά της δεύτερης θητείας του η διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια τον οδήγησε στην παραίτηση. Ο διάδοχός του, Ντόναλντ Τσανγκ, μετά βίας ολοκλήρωσε τις δύο θητείες του και τελικά φυλακίστηκε για διαφθορά.
Ο Λέουνγκ Τσουν Γινγκ που ακολούθησε αποδείχτηκε τόσο ανίκανος που οι κινέζοι φίλοι του τον απομάκρυναν μετά τη λήξη της πρώτης θητείας του.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα» δεν ήταν μία ολοκληρωτική αποτυχία. Δεδομένου του βαθύτατου πολιτισμικού, οικονομικού και θεσμικού χάσματος μεταξύ Χονγκ Κονγκ και Κίνας τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί πολύ χειρότερα. Αλλά αυτή η παραδοχή δεν καθιστά το μοντέλο βιώσιμο. Ισως μάλιστα να είναι ήδη νεκρό.
Στο πίσω μέρος του μυαλού τους οι ηγέτες της Κίνας πάντοτε είχαν εξαρχής τη σκέψη να προχωρήσουν κάποια στιγμή πέρα από το ισχύον σύστημα. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ πίστευε ότι η αυτή η αλλαγή θα απαιτούσε 50 χρόνια προτού συμβεί, αλλά οι διάδοχοί του χρειάστηκαν μόνο είκοσι για να φέρουν το σύστημα στα όριά του – και μάλιστα χωρίς να έχουν αντιληφθεί πλήρως ότι αυτό έχει ήδη συμβεί.
Αλλά οποιαδήποτε πολιτική αποφασίσει να ακολουθήσει το Πεκίνο ως το 2047, οι κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να κάνουν μία σημαντική υπέρβαση ιδίως σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα.
© The Project Syndicate, 2017
www.project-syndicate.org
* Ο Minxin Pei είναι καθηγητής Στρατηγικών Διακυβέρνησης και Δημόσιας Διοίκησης στο Claremont McKenna College στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News