Οι ασθένειες ήταν πάντα ένα κοινωνικό ταμπού στην Ελλάδα. Δεν είναι μέσα στην κουλτούρα μας να αναφερόμαστε σε αυτές. Γι’ αυτο δεν τις ονοματίζουμε καν, αλλά χρησιμοποιούμε εκφράσεις και λέξεις όπως «επάρατη νόσος», το «κακό», το «ξορκισμένο», το «οξαποδώ». Πρόκειται για ένα είδος παγανιστικής ελπίδας. Αν δεν μιλάμε για κάτι, αυτό μπορεί και να απομακρυνθεί. Οπως όταν έλεγαν «Εύξεινος Πόντος», θεωρούσαν ότι η Μαύρη Θάλασσα θα γίνει πιο φιλόξενη.
Από την άλλη, αυτή η ιδέα καλλιεργεί και ένα είδος συνειρμού που συνδέει την αρρώστια με την αδυναμία. Τη μη επάρκεια. Θυμάμαι σε εκείνες τις δημοτικές εκλογές που για τη δημαρχία της Αθήνας ήταν υποψήφια η Μελίνα Μερκούρη ενώ ήδη της είχε γίνει διάγνωση καρκίνου, ακόμη και καλοπροαίρετοι έλεγαν «Μα άρρωστη γυναίκα πού πάει και μπλέκει;». Για τους κακοπροαίρετους δεν μιλάω καν.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα δημόσια πρόσωπα, ακόμη και από τον χώρο της Τέχνης ή της Επιστήμης, σπάνια ανακοινώνουν τυχόν προβλήματα στην υγεία τους. Εκτός και αν γίνεται για άλλους λόγους διότι συχνά πυκνά έχουμε δει καριέρες να πυροδοτούνται ή να επαναλειτουργούν με άλλοθι τη δημοσιοποίηση ιδιότυπων «Ημερολογίων θεραπείας». «Το κάνω για να πάρουν κουράγιο ανώνυμοι άνθρωποι που πιθανόν υποφέρουν από το ίδιο πρόβλημα» είναι συνήθως η απάντηση. Ακόμη και είναι αλήθεια, πρόκειται για κάτι το εξαιρετικά εγωκεντρικό. (Υπάρχουν βέβαια και ακόμη πιο «άλλοι» λόγοι διότι έχω δει πασίγνωστη δημοσιογράφο να αναρτά σέλφι αμέσως μετά από κολονοσκόπηση, ευχαριστώντας τον γιατρό της).
Το θέμα αποκτά μια ιδιαίτερη χροιά όταν πρόκειται για πολιτικό και δη κοινοβουλευτικό. Κάποιον δηλαδή που, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας. Ή την επηρεάζει. Παράδειγμα: αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ο πρωθυπουργός, τότε, Αντώνης Σαμαράς υποβλήθηκε σε μια επέμβαση στο μάτι του χωρίς ποτέ να ανακοινωθεί επίσημα περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Απλώς παρακολουθούσαμε αμήχανοι και για σχετικά μεγάλο διάστημα, σε μία περίοδο μάλιστα που παιζόταν το μέλλον της χώρας, να τον αντικαθιστά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. Οπως επίσης ποτέ δεν μάθαμε αν πριν από δύο χρόνια, τις μέρες της περίφημης 17ωρης διαπραγμάτευσης, ο νυν Πρωθυπουργός υπέφερε όντως από κάτι.
Βεβαίως και τα προβλήματα υγείας είναι απόλυτα προσωπικά δεδομένα και αν κάποιος δεν θέλει να τα δημοσιοποιήσει, ουδείς δικαιούται να τον ψέξει περί αυτού. Όταν όμως αποφασίσει να τα δημοσιοποιήσει, ιδιαίτερα δε ο τρόπος που το κάνει, δημιουργούν ένα αποτύπωμά του στη δημόσια σφαίρα πιο αξιόπιστο και από το δαχτυλικό.
Από αυτήν την άποψη, όσα δεν ξέραμε για τον Σταύρο Θεοδωράκη τα μάθαμε από τον τρόπο που «μίλησε» στα κοινωνικά δίκτυα για την επέμβαση αφαίρεσης όγκου στην οποία υποβλήθηκε αλλά και από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Πρόκειται για ένα μάθημα προσωπικού, πολιτικού, αστικού, επικοινωνιακού και ψυχικού πολιτισμού. Σε μία περίοδο που το είχαμε απόλυτη ανάγκη. Κάτι που εκτίμησαν όχι μόνο οι φίλοι του αλλά κυρίως οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Να θυμηθούμε τι έχει παρελάσει τον τελευταίο καιρό από τα social media των πολιτικών; Τις βορβορώδεις υστερίες του Πολάκη, τις γραβάτες του Καμμένου, τις κατινίστικες σπόντες του Παπαδημούλη, την αναφορά σε γεννητικά όργανα στα retweet του Παππά, τις κραυγές του Άδωνι. Να θυμηθούμε και τα απλωμένα στο μπουγαδόσχοινο του Διαδικτύου προσωπικά δεδομένα διαφόρων εγχώριων σταρ έτσι όπως τα περιέγραψε πριν από λίγες ώρες εδώ μέσα ο συνάδελφος Κοσμάς Βίδος;
Στην εποχή που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το αυτονόητο, οι αναρτήσεις του Θεοδωράκη -ιδιαίτερα αυτή της Παρασκευής που αναφέρεται στα αποτελέσματα των εξετάσεων- μας υπενθυμίζουν κάποιες ξεχασμένες έννοιες όπως ψυχραιμία, καθαρότητα διαδικτυακής διατύπωσης και απόλυτη φειδώ στην συναισθηματική επένδυση των λέξεων. Λόγια ξεκάθαρα χωρίς φραστικά κιονόκρανα. Και τελικά, ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίστηκε τη δημοσιοποίηση του προβλήματος της υγείας του, δεν ήταν αποκαλυπτικός μόνο για τον ίδιον αλλά και για όσους «τράκαραν» επάνω του. Είτε από αφηρημάδα όπως ο Αλέξης Τσίπρας, είτε από κακεντρέχεια (γι’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση δεν θα κάνω σε κάποιους την χάρη της αναφοράς των ονομάτων τους).
Και μία ακόμη παράμετρος. Η περίπτωση του Σταύρου Θεοδωράκη μας έδωσε την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι τον σεβασμό δεν τον ζητάς. Τον κερδίζεις. Τη Δευτέρα, στη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό στου Μαξίμου, πέντε ημέρες μετά την επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε, κανείς δημοσιογράφος δεν τον ρώτησε ούτε δημόσια αλλά ούτε ιδιωτικά (όπως αναφέρουν οι συνεργάτες του) για το θέμα της υγείας. Διότι η ασθένεια μπορεί να προκαλεί συνειρμούς, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά μπορεί να αποκαλύψει και μια μεγάλη δύναμη. Και αυτό ισχύει για όλους. Επιφανείς και αφανείς, πολιτικούς και πολίτες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News