Το αποτέλεσμα του Eurogroup ήταν αναμενόμενο. Εξηγήσαμε χθες γιατί η κυβέρνηση θα αποδεχόταν μια τέτοια ρύθμιση (ή οποιαδήποτε άλλη τής προσφερόταν), εφόσον η απόφασή της να συμφωνήσει ήταν ειλημμένη από πέρυσι. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της συμφωνίας είναι εμφανώς κατώτερο των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί, όπως αποδεικνύεται και από την ειλικρινή δήλωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι αυτό που πήρε για το χρέος δεν είναι αντίστοιχο «με τις θυσίες του ελληνικού λαού».
Επομένως, οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί, έστω συγκεκαλυμμένοι-στους οποίους συμμετέχει, ως μη όφειλε, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- είναι ανοίκειοι. Μια συνήθης συμφωνία έγινε, δεν έχει δοθεί κανένα σήμα εξόδου από την κρίση. Και είναι απαράδεκτο να παραπλανώνται έτσι οι πολίτες. Η χώρα έχει μπροστά της πολλά χρόνια δύσκολα. Τουλάχιστον έως το 2022 και (μετά) βλέπουμε.
Εκτός εάν οι πανηγυρισμοί του Αλέξη Τσίπρα αφορούν επί της ουσίας κάτι άλλο: την προσωπική και κομματική επιτυχία του. Και αυτή είναι αδιαμφισβήτητη. Χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής, η χτεσινή συμφωνία αποτελεί ένα (σχεδόν…) θρίαμβο γι’ αυτόν. Κατανοώ ότι ο ισχυρισμός αυτό ηχεί περίεργα ή και εκπλήσσει. Όμως, η τεκμηρίωσή του, που ακολουθεί, θα τον δικαιολογήσει.
Πρώτον, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, βασικός στόχος του κ. Τσίπρα και των συν αυτώ ήταν να ολοκληρώσουν μια τετραετία, ξορκίζοντας οριστικά το άγχος της «αριστερής παρένθεσης». Το πέτυχαν. Εχουν μπροστά τους τουλάχιστον ενάμιση χρόνο(αν θέλουν και περισσότερο) μέχρι τις εκλογές, για τις οποίες εκείνοι αποφασίζουν. Αν δεν έφταναν σε συμφωνία, όλα αυτά πήγαιναν περίπατο. Βεβαίως, η απόφαση για συμφωνία ήταν ειλημμένη από πέρυσι, εξ ου και οι διαρκείς υποχωρήσεις. Ηταν μια προαναγγελθείσα-και εξ αυτού υποχρεωτική- συμφωνία. Όμως, το αποτέλεσμα ως προς τον βασικό στόχο δεν αλλάζει. Η τετραετία είναι δεδομένη. Καμιά άλλη μνημονιακή κυβέρνηση δεν την ολοκλήρωσε. Η εξουσιαστική αντίληψη των σημερινών υπερίσχυσε των πάντων. Όλα πέρασαν χωρίς να κουνηθεί φύλλο.
Δεύτερον, τα μέτρα ψηφίστηκαν από τη σημερινή πλειοψηφία, αλλά θα τα εφαρμόσει η επόμενη. Οι εκλογές θα γίνουν στα τέλη του 2018(πλην εξαιρετικού απροόπτου) και τα μέτρα θα εφαρμοστούν στις αρχές του 2019 από την επόμενη κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι δεν θα είναι η δική του. Ομως, μετά, από τη θέση της αντιπολίτευσης, θα μπορεί να ισχυρίζεται ότι εκείνος έφερε το τέλος της εποχής των Μνημονίων(το ισχύον λήγει τον Αύγουστο του 2018) και έβγαλε τη χώρα στις αγορές. Και για τα δύο υπάρχει αμφιβολία σήμερα, αλλά κάτι μπορεί να έχει γίνει.
Τρίτον, ο διάδοχος του κ. Τσίπρα θα είναι δεμένος χειροπόδαρα. Μέχρι το 2022 θα είναι υποχρεωμένος να πιάνει πλεονάσματα 3,5%.Ο κ.Τσίπρας θα παλέψει για το 2018 και ο κ. Μητσοτάκης (ή όποιος άλλος) για τα επόμενα τέσσερα χρόνια: 2019-2022. Ποιος έχει πιο βαρύ φορτίο; Είναι ολοφάνερο.
Τέταρτον, το 2020 η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά στο εμπόδιο της εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως βρέθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάθει πανωλεθρία στις εκλογές (του 2018 ή του 2019) και η νέα κυβέρνηση δεν είναι ισχυρή, κοινοβουλευτικά και πολιτικά, τότε ο κ. Τσίπρας θα έχει την ευχέρεια να επαναλάβει ό,τι έκανε το 2014.
Ολα αυτά φαίνονται μακρινά, αλλά δεν είναι. Ένα είναι βέβαιο. Ότι αυτά που γίνονται σήμερα είναι σχεδόν υποχρεωτικά, αλλά δεν δικαιολογούν κανενός είδους πανηγυρισμό. Δεν ξέρω αν ισχύει η ρήση του άγγλου ποδοσφαιριστή Λίνεκερ «στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί», αλλά σίγουρα δεν ισχύει ο ισχυρισμός Τσίπρα ότι «στο τέλος κερδίζουν οι καλοί». Ακόμα κι αν εμείς είμαστε οι καλοί, δεν κερδίσαμε κάτι στοιχειωδώς αντίστοιχο με τις θυσίες μας, όπως παραδέχτηκε ο Τσακαλώτος.
Τι μπορεί να ισχύει; Αυτό που λέει η αποδιδόμενη στον συγγραφέα Αρθουρ Κλαρκ ρήση: «Ενας πολιτικάντης σκέφτεται τις επόμενες εκλογές, ένας πολιτικός τις επόμενες γενιές».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News