Την ημέρα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, συνάντησα τον Φίλιπ Ροθ. Επρόκειτο για μια σουρεαλιστική εμπειρία, δεδομένου ότι στο μυθιστόρημά του «Η συνομωσία εναντίον της Αμερικής» ο Ροθ περιγράφει ακριβώς τον σκοτεινό και ανατριχιαστικό εφιάλτη που βιώνουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Βρεθήκαμε στο διαμέρισμα του Ροθ στο Μανχάταν, εκεί όπου μετακόμισε αφότου ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τη συγγραφή.
Ο Ροθ πέρασε το πρωινό του παρακολουθώντας τηλεόραση και όπως πολλοί Αμερικανοί, είχε δει τις αποχαυνωτικές εικόνες του επιτηδευμένου, ανώριμου μπέμπη ο οποίος, έχοντας τις μικροσκοπικές γροθιές του σηκωμένες στον αέρα, προσέβαλε την αμερικανική καθεστηκυία τάξη, τον αμερικανικό λαό και τον υπόλοιπο κόσμο.
Οπως γνωρίζουν ήδη οι αναγνώστες του, ο συγγραφέας της «Συνομωσίας εναντίον της Αμερικής» έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις μυθιστορηματικές ηρωίδες. Οπότε αναλύσαμε την περίπτωση της Μελάνια Τραμπ, της νέας Πρώτης Κυρίας, η οποία ήταν περίεργα απούσα κατά τη διάρκεια της τελετής. Επρόκειτο για μια ένδειξη διαύγειας; Παρατηρούσαμε το βλέμμα ενός ατόμου που γνωρίζει από πρώτο χέρι τις καταστροφές που μας περιμένουν; Ή απλώς ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στη γιορτή;
Σήμερα ο κόσμος όλος γράφει συλλογικά ένα νέο μυθιστόρημα. Με μαεστρία ο Ροθ απομόνωσε τα κωμικοτραγικά στοιχεία αυτής της διαδικασίας και μιλήσαμε για τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να αντισταθούν σ’ αυτό το ζοφερό κύμα χυδαιότητας και βίας που χαρακτηρίζει τον ΝτόναλντΤραμπ.
Η πρώτη δύναμη είναι ο κυρίαρχος λαός, οι άνθρωποι που ξεχύθηκαν στους δρόμους κάθε μεγάλης πόλης στη χώρα, γνωρίζοντας ότι με βάση το σύνολο των ψήφων είναι αυτοί -και όχι ο Ντόναλντ Τραμπ- οι νικητές των εκλογών.
Υπάρχουν επίσης κάποιοι Ρεπουμπλικανοί που αντιλαμβάνονται ότι ο Τραμπ, ο πρώην Δημοκρατικός που μεταλλάχτηκε σε λαϊκιστή, και το Μεγάλο Παλαιό Κόμμα που χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να ανέλθει στην εξουσία, έχουν εμπλακεί σε μια μάχη μέχρις εσχάτων.
Μια τρίτη δύναμη είναι η CIA, την έδρα της οποίας επισκέφτηκε ο Ντόναλντ Τραμπ την επομένη της ορκωμοσίας του. Στάθηκε μπροστά από το Τείχος της Μνήμης -πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα τα ονόματα 117 πρακτόρων που έπεσαν στο καθήκον- και έβγαλε έναν γκροτέσκο και παιδαριώδη αυτοεγκωμιαστικό λόγο για τον αριθμό των υποστηρικτών του που μετέβησαν στην Ουάσιγκτον για να γιορτάσουν την ανάληψη των καθηκόντων του. Τα μέλη της αμερικανικής κοινότητας πληροφοριών δεν πρόκειται να ξεχάσουν σύντομα ότι ο Τραμπ έθεσε εν αμφιβόλω την επαγγελματική τους ακεραιότητα αναφορικά με το ζήτημα της ρωσικής εμπλοκής στις αμερικανικές εκλογές προς όφελός του.
Ρώτησα τον Ροθ εάν θεωρεί παράδοξο το γεγονός ότι η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο πρέπει να ξεπέσει σε ένα τέτοιο απίθανο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών. Αυτό που είναι περίεργο, μου απάντησε, ξεσπώντας σε γέλια και γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, είναι αυτή η αίσθηση μιας εξέγερσης σε αναστολή, την ευθύνη της οποίας φέρει ο αναπάντεχα νεοεκλεγείς πρόεδρος. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι, εξαιτίας αυτής της εσωτερικής εξέγερσης, ο Τραμπ δεν αποκλείεται να παραμείνει στην εξουσία λιγότερο ακόμα και από τον πρωταγωνιστή της «Συνομωσίας εναντίον της Αμερικής».
Η ιστορία του Ροθ εκτυλίσσεται τη δεκαετία του 1940 και παρουσιάζει τον θρίαμβο του ηρωικού αεροπόρου και υποστηρικτή των ναζιστών Τσαρλς Λίντμπεργκ επί του εν ενεργεία προέδρου Ρούσβελτ. Ο Λίντμπεργκ ήταν επίσης ένας μοχθηρός αντισημίτης.
Η ρητορική του Τραμπ, ωστόσο, θυμίζει περισσότερο τον Μουσολίνι ενώ έχει εκφράσει την αλληλεγγύη του προς τους χειρότερους λαϊκιστές και ανοιχτά φασίστες ηγέτες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, από τον Νάιτζελ Φάρατζ και τον Βίκτορ Ορμπαν έως τη Μαρίν Λεπέν και τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Υπάρχει επίσης το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική». Είναι εντυπωσιακό που αυτές οι λέξεις δεν προκάλεσαν απέχθεια στην αμερικανική πολιτική τάξη.
Ολοι όσοι έχουν ακόμη και ελάχιστες γνώσεις για την Ιστορία και την πολιτική, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» ήταν το σύνθημα των αμερικανών υποστηρικτών του ναζισμού την εποχή του Λίντμπεργκ.
Ηταν η απάντησή τους προς εκείνους που ήθελαν την Αμερική να αντιστέκεται στη Γερμανία του Χίτλερ. Ηταν το σύνθημα που χρησιμοποιήθηκε για την καταγγελία των «πολεμοκάπηλων» Εβραίων που κατηγορούνταν ότι έθεταν τα προσωπικά τους οφέλη πάνω από το εθνικό συμφέρον. Και είναι το σύνθημα που ο Τραμπ επανέλαβε στα σκαλιά του Καπιτωλίου και οδήγησε άτομα όπως ο πρώην ηγέτης της Κου Κλουξ Κλαν, Ντέιβιντ Ντιουκ, να αποκαλυφθεί και να δηλώσει «Τα καταφέραμε!».
Ο Τραμπ τα γνωρίζει όλα αυτά αλλά όποτε ερωτάται επί του ζητήματος απαντάει ότι έχει το βλέμμα του στραμμένο προς το μέλλον και όχι στο παρελθόν.
Αλλά στο παιχνίδι αυτό υπάρχουν μόνο δύο ομάδες: οι δίχως μνήμη μηδενιστές και εκείνοι που γνωρίζουν ότι οι γλώσσες έχουν τη δική τους Ιστορία και, κατ’επέκταση, ταυτότητα. Η πρώτη ομάδα θεωρεί πως ένας ομιλητής μπορεί να επικαλείται επανειλημμένα κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του ένα σύνθημα των υποστηρικτών της υπεροχής της λευκής φυλής δίχως να έχει κακές προθέσεις. Η δεύτερη ομάδα γνωρίζει πως δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη γενεαλογία των λέξεων δίχως το παρελθόν να πάρει την εκδίκησή του.
Ο Τραμπ, εν δυνάμει σύμμαχος των πιο μισητών δημαγωγών των καιρών μας, απορρίπτεται σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά λάβετε υπόψη αυτήν την εξαιρετικά περίεργη και δυσοίωνη ανατροπή: ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος της Αμερικής επισκέφτηκε πρόσφατα την Ιερουσαλήμ και εξέφρασε τη συμπάθειά του προς τους ίδιους ανθρώπους που ο μυθιστορηματικός του προκάτοχος θεωρούσε πως ήταν υπάνθρωποι.
Ας είναι οι αποδέκτες της ξαφνικής προσοχής του Τραμπ τόσο επιφυλακτικοί με αυτόν τον νέο φίλο τους όσο είναι και με τους εχθρούς τους.
Ας μη ξεχάσουν ποτέ ότι η μοίρα του Ισραήλ είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα για να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από έναν παρορμητικό, ακαλλιέργητο τυχοδιώκτη ώστε να αποδείξει την ισχύ του ή τα υποτιθέμενα ταλέντα του στην επίτευξη συμφωνιών.
Και ας μη βρεθούν στο δίλημμα που περιγράφεται στο μυθιστόρημα του Ροθ να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο εξίσου φρικτά πεπρωμένα: εκείνο του θύματος, του Ουίντσελ, ή του οικειοθελούς ομήρου, του Μπένγκελσντορφ.
Η Αμερική δεν έχει διαβάσει αρκετά τον Φίλιπ Ροθ. Ο δικός του κόσμος ή ο κόσμος του Τραμπ: ιδού το ερώτημα.
© Copyright PROJECT SYNDICATE
* Ο γάλλος στοχαστής Μπερνάρ Ανρί-Λεβί είναι ένας από τους ιδρυτές του κινήματος «Nouveaux Philosophes» (Νέοι Φιλόσοφοι)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News