«Απονέμεται στον Μπομπ Ντίλαν, επειδή δημιούργησε ποιητικούς δρόμους στο πλαίσιο της μεγάλης αμερικανικής τραγουδιστικής παράδοσης».
Τι συνέβη και η Σουηδική Ακαδημία, μετά από χρόνια διαψεύσεων της θρυλούμενης υποψηφιότητας Ντίλαν ως «φημολογία ανεκδοτολογικού χαρακτήρος», την είδε ξαφνικά «κουμπαγιά» και «blowing in the wind»;
Τι να συνέβη μωρέ, ο Τραμπ συνέβη. Νομίζω ότι τελικώς, η ανθρωπότης όλη «έπιασε» το υπονοούμενο-τηγανιά στο κεφάλι που μας κατάφεραν οι νοικοκυραίοι της Στοκχόλμης. Το πιάσαμε το υπονοούμενο, έστω και με λίγων ωρών καθυστέρηση, μέχρι να κατακαθίσουν τα αστεράκια του «ζντόινγκ».
«Η Μεγάλη Αμερικανική (τραγουδιστική) παράδοση», όπως την αποκαλεί το σκεπτικό της απονομής, δεν είναι τίποτε άλλο από τη «Μεγάλη Αμερικάνα», δηλαδή τη Μεγάλη Αμερικανική Ιστορία.
Μη με παρεξηγάτε: Απολαμβάνω με όλη μου την ψυχή μια πονεμένη φυσαρμόνικα που κλαίει τα σπασμένα της πάνω από ένα μπουκάλι δυναμίτη moonshine, ενώ ο άνεμος σφυρίζει τη ματαιότητα της ζωής, μέσα στα ψηλά σπαρτά της Νεμπράσκα. Αλλά πέραν αυτού, να είμεθα και λιγάκι ρεαλιστές.
Οπως κάθε έθνος στον κόσμο, έτσι και οι ΗΠΑ έχουν αποτυπώσει την ιστορία τους, την ταυτότητά τους, μέσα σε τραγούδια. Ολα όσα έκαναν την Αμερική «μεγάλη», όσα τη δόξασαν, ή την ντρόπιασαν, όσα την πλήγωσαν ή την ελευθέρωσαν, μέσα σε τραγούδια έχουν υφανθεί. Η Επανάσταση. Τα μπλουζ. Ο Εμφύλιος. Ο Λίνκολν. Οι φωνές ελευθερίας. Ο φεμινισμός. Οι μπίτνικ. Τα γκόσπελ. Η εξαθλίωση της Μεγάλης Υφεσης. Η ροκ. Ο πυρηνικός τρόμος. Τα παιδιά των λουλουδιών. Η πορεία προς τη Σέλμα. Ο αυτοκινητόδρομος 66. Μια μεγάλη ιστορία. Μια πραγματικά, μεγάλη χώρα.
Και κοίτα ξαφνικά: Απονέμεις ένα Νομπέλ στον Ντίλαν. Στον Ντίλαν που τραγούδησε για τη «Μεγάλη Αμερική». Που είναι μεγάλη ακριβώς γιατί ενσωματώνει στην εθνική της πορεία της αβυσσαλέες, σχεδόν αδιανόητες αντιθέσεις.
Και ξαφνικά η Μεγάλη, η απέραντη Αμερική, φωτίζεται αλλιώς: Ξαφνικά, ο θλιβερός παλιατσάκος με το πορτοκαλί τσουλούφι, αυτό το κακόγουστο δίποδο ανέκδοτο που διαφημίζει το παραλήρημά του με το σύνθημα «Let’s Make America Great Again» καθίσταται αίφνης, ένα oν ιστορικά και πολιτικά άκυρο. Οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν χρειάζονται τον Τραμπ γα να ξαναγίνουν «Μεγάλες», αλλά στην πραγματικότητα ο Τράμπ είναι ακριβώς αυτός που θα τις μικρύνει.
Ο Τραμπ είναι εννοιολογικώς το πολιτικό αντίθετο του Ντίλαν. Βεβαίως, υπάρχουν χιλιάδες ανώτεροι του Ντίλαν λογοτέχνες στον πλανήτη που επίσης είναι το αντίθετο του Τραμπ. Αλλά στην παρούσα φάση, φάση απόγνωσης και πολιτικού αναλφαβητισμού, κανείς τους δεν διαθέτει τη δύναμη διείσδυσης που έχουν, για το μέσο Αμερικανό, οι στίχοι του Μπομπ Ντίλαν.
Αν η φρεσκοδαφνοστεφής ποίηση του Ντίλαν δεν καταφέρει να τους φωτίσει τον δρόμο από το σπίτι ως την κάλπη, δεν μπορώ να σκεφτώ τι ή ποιος άλλος μπορεί να το καταφέρει.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα ήταν καλύτερα να είχαμε πρόχειρο έναν ακόμα Χέμινγουεϊ ή έναν Στάινμπεκ για να τους αμολήσουμε πάνω στο κεφάλι του εκάστοτε Ντόναλντ. Ομως, αυτά τα τεράστιας πυκνότητας λογοτεχνικά πυρομαχικά ξοδεύτηκαν στον καιρό τους. Επρεπε να βρεθεί επειγόντως κάτι άλλο, εξίσου αποτελεσματικό, εξίσου πάνω στην εποχή του.
«Κάθε καιρός και ο Τρωϊκός του Πόλεμος», είχε γράψει κάποτε ένα άλλο Νομπέλ Λογοτεχνίας, ονόματα μη λέμε, ποιητές να μη θίγουμε. «Κάθε καιρός κι η Ελένη του», είχε γράψει.
Τολμώ να φανταστώ πως αν δεν υπήρχε ο Μπομπ Ντίλαν, η Σουηδική Ακαδημία έπρεπε να να τον είχε εφεύρει. Να έχει εφεύρει μια ποιητική, εμβληματική, απόλυτα ποπ φιγούρα, για να απονείμει ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας. Φέτος, χθες, επειγόντως, και όχι κάποια άλλη χρονιά, ή κάτω από άλλες ιστορικές συνθήκες.
«I wanna thank the Academy», θα σκέφτεται πανηγυρίζοντας η -ελλείψει άλλου αντιπάλου- πραγματικά ωφελημένη από το εφετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ας προσευχηθούμε να σταθεί η Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον στο ύψος των προσπαθειών που καταβάλλονται παγκοσμίως για την εκλογή της. Ολόκληρο Νομπέλ «κάψανε» στη Σουηδία για πάρτη της, δεν το λες και λίγο.
* Από το τραγούδι του «Blowin’ In The Wind» (1963)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News