«Ανάλαφρος σαν φτερό και δυνατός σαν μολύβι. Επαιξε μποξ χορεύοντας, αλλά ήταν καταλυτικός.
» Το 1967 ο Μοχάμεντ Αλι, που γεννήθηκε με το όνομα Κάσιους Κλέι, αρνήθηκε να φορέσει τα στρατιωτικά.
» “Θέλουν να με στείλουν να σκοτώσω Βιετναμέζους” είπε. “Ποιος ταπεινώνει τους μαύρους στη χώρα μου; Οι Βιετναμέζοι; Αυτοί δεν μου έχουν κάνει τίποτα”.
» Τον αποκάλεσαν προδότη της πατρίδας. Τον απείλησαν με φυλάκιση, του απαγόρευσαν να συνεχίσει το μποξ. Του αφαίρεσαν τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Η τιμωρία αυτή ήταν το τρόπαιό του. Παίρνοντάς του το στέμμα, τον έστεψαν βασιλιά».
Η μονογραφία αυτή του ουρουγουανού συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο είναι κατά την ταπεινή μου άποψή ό,τι καλύτερο έχει γραφεί για τον Μοχάμεντ Αλι. Που γεννήθηκε Κάσιους Κλέι. Που ήταν ο καλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών. Που ψηφίστηκε από το BBC και το Sports Illustrated ως αθλητής του 2οού αιώνα. Που ήταν ανώτερος όλων αυτών. Διότι ήταν πολιτικός. Παρήγαγε ιδέες, παρήγαγε πολιτική, άλλαξε τον κόσμο.
Την επόμενη φορά που θα ακούσω κάποιον αθλητή, παράγοντα ή δημοσιογράφο να πιπιλίζει ανοήτως ότι ο αθλητισμός «δεν (πρέπει να) έχει καμία σχέση με την πολιτική» – μια ατάκα που τόσο έτοιμη έχουν στα χείλη τους οι έλληνες αθλητές, που όσα τατουάζ έχουν τόσο μυαλό τους λείπει -, μάλλον θα ξεράσω. Είναι ό,τι πιο ηλίθιο μπορεί να ειπωθεί.
Ο αθλητισμός (πρέπει να) είναι πολιτική. Οπως όλα. Οτιδήποτε απασχολεί τις μάζες, τους πολίτες, παράγει εκ της φύσεώς του πολιτική. Ο Μοχάμεντ Αλι άλλαξε τον κόσμο. Δεν το αρνήθηκε, δεν λιποψύχησε, δεν δείλιασε να ριχτεί στη μάχη των πολιτικών δικαιωμάτων ή του φιλειρηνικού κινήματος, αρκούμενος μακαρίως στις δάφνες των πυγμαχικών του άθλων – που ήταν πολλοί και μοναδικοί.
Αυτή του η φράση για τους Βιετναμέζους που αναφέρει και ο Γκαλεάνο υπήρξε ό,τι πιο πολιτικό ειπώθηκε στην Αμερική των 60s. Aλλοι λένε ότι τους αποκάλεσε Βιετκόνγκ – «μάγκα μου, εμένα κανένας Βιετκόγκ δεν με έχει αποκαλέσει “αράπη”» έχει αποδοθεί. Αλλοι υποστηρίζουν ότι δεν την εκστόμισε ποτέ έτσι, αλλά ως τέτοια μεταφέρθηκε από τον Μπομπ Λίπσαϊτ, τον δημοσιογράφο των New York Times που τον είχε συναντήσει εκείνη την ημέρα στο Μαϊάμι. «Ηταν η στιγμή του Αλι» διηγήθηκε χρόνια μετά ο Λίπσταϊλ που παραδέχτηκε: «Για την υπόλοιπη ζωή του θα τον αγαπούσαν και θα τον μισούσαν γι’ αυτό που έμοιαζε με επίσημη δήλωση αλλά ήταν μία θολή παρόρμηση»…
Η φράση εκείνη του Αλι, που ο ίδιος την επανέλαβε πολλές φορές έκτοτε, χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή κοινωνικού μετασχηματισμού στις ΗΠΑ αλλά και γενικότερα: πολιτική ανυπακοή, τίποτε δεν είναι αυτονόητο, αυτόματο ή απόλυτο και σίγουρα όχι η πίστη στην κυβέρνηση και στην έννοια ενός πολεμοχαρούς έθνους.
Ο Αλι ήταν ο καλύτερος, όχι γιατί τσάκισε τον Σόνι Λίστον, τον Τζορτζ Φόρμαν και τον Τζο Φρέιζερ – όπως και τόσους άλλους – στο ρινγκ, αλλά γιατί άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε τον εαυτό του.
Ο αθλητής έχει πολιτικό ρόλο θέλει δεν θέλει. Εχει όταν οι δικατορίες – και η δική μας υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα – εκμεταλλεύονται αθλητικές επιτυχίες για να αποσυμπιέσoυν τις εντάσεις την κοινωνία
Ενας εκατομμυριούχος μαύρος που δεν ήθελε να πολεμήσει; Εστω. Αλλά και πάλι άλλαξε τον κόσμο. Οπως μπορεί – και πρέπει να κάνει – ο αθλητής.
Μήπως δεν το έκανε ο Τζέσε Οουενς, αυτός ο φτωχός Αφροαμερικανός, όταν κατακτούσε τέσσερα χρυσά μετάλλια μέσα στο φεστιβάλ ρατσισμού της αρείας φυλής που ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Χίτλερ στο Βερολίνο το 1936;
Και το 1998, η πολυπολιτισμική Γαλλία του Αλγερίνου Ζινεντίν Ζιντάν, του Κριστιάν Καρεμπέ από τη Νέα Καληδονία, του Λιλιάμ Τουράμ από τη Γουαδελούπη, του Μαρσέλ Ντεσαϊγί από την Γκάνα, του Τιερί Ανρί από τις Αντίλες, τι άλλο ήταν παρά ένα παγκόσμιο σύμβολο ειρηνικής συνύπαρξης εθνοτήτων και θρησκειών;
Κι στο φινάλε όλοι αυτοί που αγωνίζονται κάτω από μία σημαία, πολιτική δεν είναι η πράξη τους; Εθνικοί ύμνοι δεν ακούγονται; Ο θρίαμβος των Σέρβων στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1995 πολιτικό αποτύπωμα δεν είχε;
Ο αθλητής έχει πολιτικό ρόλο θέλει δεν θέλει. Εχει όταν οι δικατορίες – και η δική μας υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα – εκμεταλλεύονται αθλητικές επιτυχίες για να αποσυμπιέσoυν τις εντάσεις την κοινωνία. Εχει και με τη σιωπή του. Οταν ασχολείται περισσότερο με το τατουάζ του και όχι με το τι συμβαίνει γύρω του.
Η μονογραφία του Γκαλεάνο για τον Αλι δεν τελείωνε εκεί που την αφήσαμε στην αρχή αυτού του άρθρου. Συνεχιζόταν και τελείωνε έτσι:
…«Πέντε χρόνια αργότερα, κάποιοι φοιτητές τού ζήτησαν να απαγγείλει κάτι. Κι εκείνος επινόησε στη στιγμή το συντομότερο ποίημα της παγκόσμιας ιστορίας:
» “Me, we”.
» Εγώ, εμείς».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News