Το 2003, μαζί με έναν εξαίρετο συνάδελφο, περιμέναμε έξω από το υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, στη Βασ. Σοφίας, για κάποιο ρεπορτάζ. Φιλοξενούσε, τότε, μια περίεργη έκθεση εικαστικών έργων με θέμα την «γραφειοκρατία». Ένα σύνολο από σφιχτοδεμένα μεταξύ τους γραφεία, το ένα πάνω στο άλλο σε μια πρασιά, σχημάτιζαν έναν περίεργο όγκο. Από κάτω ήταν σταθμευμένο ένα μαύρο γυαλιστερό υπουργικό αυτοκίνητο και έξω περίμενε ο παραδοσιακός δημόσιος «υπάλληλος-φρουρός-οδηγός». Σκούρο γκρι κουστούμι, λυμένος κόμπος στη γραβάτα, καφές σε πλαστικό με σπαστό καλαμάκι με σφηνωμένο τσιγάρο στο ίδιο χέρι και, το απαραίτητο αξεσουάρ, στο άλλο χέρι, ένα ασημί μεταλλικό κομπολόι. Όχι δεν ήταν «κομμάτι» της έκθεσης. Ήταν αυθεντικός, ολοζώντανος και διόλου… συλλεκτικός.
Το έργο έδινε την εντύπωση ότι, παρά το δέσιμο, ήταν έτοιμο να καταρρεύσει – ίσως αυτό να ήταν το μήνυμα που ήθελε να εκπέμψει – και έτσι μας έδωσε αφορμή για λίγο χιούμορ: «Λέτε να πέσει πάνω στο αυτοκίνητο…», ψελλίσαμε περιμένοντας την απάντηση του υπαλλήλου. Εκείνος δεν αποκρίθηκε. Μας κοίταξε, σούφρωσε τα χείλη του με τρόπο ώστε να δείχνουν προς τα κάτω και με μια αργή κίνηση σήκωσε και τους δυο ώμους του χώνοντας τον λαιμό ανάμεσά τους. Αναδύθηκε ένα τεράστιο «και τι με νοιάζει;», ένα πελώριο «σκασίλα μου», τόσο πραγματικό και ζωντανό που νομίσαμε ότι από λεπτό σε λεπτό θα ακουστεί και ο ορυμαγδός των γραφείων πάνω στις λαμαρίνες της υπουργικής μερσεντές για να επιβεβαιώσει το σκηνικό. Αντ’ αυτού ακούστηκε ο ήχος άλλης μιας γύρας του μεταλλικού κομπολογιού στο χέρι του υπαλλήλου.
Το σκηνικό αυτό μας είχε στοιχειώσει για χρόνια. Πιθηκίζαμε αυτήν την κίνηση με το χώσιμο του λαιμού στα βάθη της ωμοπλάτης για να περιγράψουμε, χωρίς λόγια, τη συγκεκριμένη νοοτροπία. Το «τι με νοιάζει εμένα». Πόσο μακρινά και άσχετα με τις αιτίες του κακού, μοιάζουν τώρα όλα αυτά; Πόσο μικρό και ανίσχυρο είναι ένα απλό εργαλειάκι τύπου «τι με νοιάζει εμένα» για να του χρεώσεις τη σημερινή τραγική πολυπλοκότητα; Αν επικεντρωθεί κανείς στον εαυτουλισμό και το προσωπικό βόλεμα, ως αιτίες των δεινών, θα μοιάζει με έκθεση Α’ Γυμνασίου που βρέθηκε σε ξύλινο ντουλάπι από σχολείο των ‘80ς.
Εδώ είναι το λαϊκίστικο λάθος που εξελίσσεται: Αυτός που δανείζει τον άλλον, αναγκαστικά, του στερεί και δομικά στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας – να ένα από τα βάθρα όπου ανεβαίνουν ο εθνικισμός με τον λαϊκισμό για να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν
Πολύ πίσω, ενσωματωμένο στο DNA του ελληνικού κράτους και των κοινωνικών δομών, βρίσκεται το υπαρξιακό δίλημμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης που αντιμετώπιζε και συνεχίζει, φαίνεται,να αντιμετωπίζει η χώρα. Κάτι που καταδεικνύεται και από την σημερινή έντονη αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών της ελληνικής πορείας, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Όχι τόσο από την άποψη των γεωπολιτικών / οικονομικών ισορροπιών όσο από την άποψη των κυρίαρχων αντιλήψεων για την κοινωνική οργάνωση και αντίληψη. Η άσκηση για το Σύμφωνο Συμβίωσης που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πέρασε – όπως πέρασε – από τη Βουλή, είναι ενδεικτική. Σε κάθε περίπτωση, το τούνελ του συγκεκριμένου προβληματισμού οδηγεί στην εικόνα μιας μεγάλης και εκφρασμένης αμφισβήτησης για τη σύγχρονη θέση της Ελλάδας.
Η αμφισβήτηση αυτή, μπορεί να μην είναι δυνατόν, επί του παρόντος, να οδηγήσει σε ισχυρούς επαναπροσδιορισμούς αλλά αυτό φαίνεται να οφείλεται στην οικονομική δυσανεξία που στερεί από την Ελλάδα κάθε έννοια αυτονομίας και όχι σε στέρεες ιδεολογικές επιλογές. Και εδώ είναι το λαϊκίστικο λάθος που εξελίσσεται: Αυτός που δανείζει τον άλλον, αναγκαστικά, του στερεί και δομικά στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας – να ένα από τα βάθρα όπου ανεβαίνουν ο εθνικισμός με τον λαϊκισμό για να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν… Με κουμπάρο, όποιον βλέπει τον εχθρό να έρχεται πάντα απ’ έξω, μακριά ή κοντά δεν έχει σημασία, και μπουμπουνιέρες κάτι εμμονικά ιδεολογικά ρετάλια, είτε στο αριστερό είτε στο δεξιό καλάθι. Και το γλέντι του γάμου να γίνεται σε ωραίο και βαρύ βαλκανικό ρυθμό…
Αυτά που ζούμε, θα μπορούσαν να ήταν, μια βαθιά ψυχολογική κατάσταση κατά την οποίαν ο πάσχων παίρνει εκδίκηση από τον ίδιον του τον εαυτό, για χίλιους δυο λόγους. Ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι ότι μόλις τώρα κατόρθωσε να αντιληφθεί τα πρώτα σημάδια της πραγματικότητας και την πολύχρονη απόστασή του από αυτήν. Ως εκ τούτου, έχει κάθε λόγο, λοιπόν, να επιστρέψει, να καταφύγει στην ιδεολογική του εστία και να αμπαρωθεί στη βαλκανική ασφάλεια του. Να βλέπει τον κόσμο να αλλάζει με ταχύτητες βίντεο – κλιπ, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, και εκείνος να αντιδρά, όπως ο δημόσιος υπάλληλος, τότε, έξω από το υπουργείο. Ανασηκώνοντας τους ώμους και βυθίζοντας το κεφάλι ανάμεσά τους. Φέρνοντας άλλη μια γύρα το κομπολόι της μακαριότητάς του…
* Ο Κώστας Κυριακόπουλος είναι δημοσιογράφος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News