Η απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία (28 υπέρ, 3 κατά), να κρίνει ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις των συνταξιοδοτικών νόμων από το 2012 (νόμος Λοβέρδου) έως και το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου), μόνο στο σκέλος που αφορά τις αξιώσεις των ίδιων των δικαστών να υπολογίζονται οι συντάξεις τους σαν να μην έχουν περάσει τα χρόνια των μνημονίων, προκαλεί κοινωνικό σεισμό.
Και αυτό γιατί οι ίδιοι αποφάνθηκαν ότι δικαιούνται να απολαμβάνουν συντάξεις χωρίς τις περικοπές των δώρων, που ισχύουν για όλες τις άλλες κατηγορίες συνταξιούχων, και χωρίς το «ψαλίδισμα» των ποσοστών αναπλήρωσης του εισοδήματος, που εφαρμόστηκε με τον νόμο Κατρούγκαλου. Με άλλα λόγια, αποφάνθηκαν ότι δικαιούνται τις προ μνημονίων συντάξεις…
Η στάση τους δεν ξάφνιασε όσους γνωρίζουν και παρακολουθούσαν την περιπέτεια της χρεοκοπίας της χώρας και τις δραματικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα. Η απαίτησή τους, όμως, να εξαιρούνται από τους κανόνες της εισοδηματικής πολιτικής που ισχύουν για όλους δεν παύει να αποτελεί ένα «διαρκές σκάνδαλο».
Αυτό το θέμα καλείται σήμερα να κλείσει οριστικά η κυβέρνηση, καθώς αφορά όλους τους εργαζομένους που πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και τους συνταξιούχους.
Η ιστορία με τους μισθούς και τα ομόλογα
Η ιστορία με τις αμοιβές των δικαστών είχε ξεκινήσει το 2007, όταν οι ίδιοι προσέφυγαν στο δικό τους δικαστήριο, το Μισθοδικείο, και έκριναν ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να παίρνουν χαμηλότερο μισθό από τους προέδρους των ανεξάρτητων αρχών, με πρώτη την Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών. Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να ικανοποιήσει θεσμικά την απόφαση τους.
Με τροπολογία που κατέθεσε τον Ιούλιο του 2008 στη Βουλή ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης διπλασιάστηκε ο βασικός μισθός των δικαστών, σε εφαρμογή των αποφάσεων του Μισθοδικείου. Ετσι, εξομοιώθηκαν οι αποδοχές τους με εκείνες του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Οι αυξήσεις δόθηκαν δύο μήνες μετά την ανακοίνωση της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης, που προέβλεπε αυξήσεις 4,5% στους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ ο υπουργός είπε ότι οι ρυθμίσεις αφορούν μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς, και όχι τα μέλη της Βουλής.
Οι παχυλές αυξήσεις των αποδοχών των δικαστών που αφορούν και το προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επιβάρυναν ετησίως τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 195 εκατ. ευρώ (120 για τους εν ενεργεία και 75 εκατ. ευρώ για τους συνταξιούχους).
Με βάση τις νέες διατάξεις, από την 1η Ιανουαρίου 2008 ο βασικός μισθός των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) εκτοξεύθηκε τότε από τα 2.130 ευρώ που ήταν, σε 4.130 ευρώ (αύξηση που αγγίζει το 80%), χωρίς να περιλαμβάνονται τα επιδόματα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων (1.100 ευρώ, από 880), η πάγια αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (950 ευρώ, από 880) και τα έξοδα παράστασης (300 ευρώ).
8.600 ευρώ τον μήνα
Υπολογίζεται ότι οι μικτές αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, από περίπου 5.400 ευρώ που ήταν, αυξήθηκαν (τότε) στα 8.600 ευρώ. Με ανακοίνωση που εξέδωσε ο κ. Αλογοσκούφης, δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι η τροπολογία κατατέθηκε σε συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους».
Εκτός από τις αυξήσεις που πήραν τότε, άμεσα οι δικαστές διεκδίκησαν και πήραν αναδρομικά για τις αυξήσεις στους μισθούς τους από την ημέρα που αποφάνθηκε το Μισθοδικείο ότι τα δικαιούνται.
Τότε, λόγω της δραματικής δημοσιονομικής κατάστασης, η κυβέρνηση αποφάσισε να εξοφληθούν τα αναδρομικά των δικαστών με την καταβολή ομολόγων του Δημοσίου, όπως και έγινε…
Προκειμένου, όμως, να διευκολυνθούν και να πάρουν (όσοι τα είχαν ανάγκη) μετρητά, ανέλαβε τότε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο να προεξοφλήσει τα ομόλογα αυτά, τα οποία κράτησε στο χαρτοφυλάκιό του.
Οι αυξημένοι μισθοί, μαζί με τα δώρα, παρήγαγαν και αυξημένες συντάξεις, καθώς μέχρι το 2010 δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και δικαστικοί έβγαιναν στη σύνταξη με βάση τον τελευταίο συντάξιμο μισθό. Με άλλα λόγια, έπαιρναν περίπου το ίδια χρήματα, αν εξαιρέσει κανείς τα επιδόματα παραγωγικότητας ή θέσης.
Και φθάνουμε στο σήμερα….
Μετά από τρεις μνημονιακούς νόμους, του νόμου Λοβέρδου το 2010 (με τον οποίο έγιναν οι πρώτες περικοπές στις συντάξεις, με μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και επιβολή έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης στους συνταξιούχους), του νόμου Κουτρουμάνη το 2012 (με τον οποίο καταργήθηκαν και τα δώρα στις συντάξεις) και του νόμου Κατρούγκαλου το 2016 (ο οποίος ισοπέδωσε τις συντάξεις καθορίζοντας ποσοστά αναπλήρωσης της σύνταξης σε σχέση με το μισθό στο 51%, με 40 χρόνια ασφάλισης), οι συνταξιούχοι δικαστές αποφάσισαν να πάρουν τα χρήματα που έχασαν από το 2012.
Ετσι, προσέφυγαν πρώτα στο Μισθοδικείο, που έστειλε τον φάκελο με το αίτημα του πρώην προέδρου τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Την περασμένη Τετάρτη, οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά και την απόφαση που έλαβε το Μισθοδικείο για τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νίκο Αγγελάρα, αποφάνθηκαν ότι εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις προ του 2012.
Αναπλήρωση στο 60% των αποδοχών
Οι συντάξεις των απόμαχων δικαστών, μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρέπει να προσδιοριστούν σε επίπεδα πάνω του 60% των αποδοχών των εν ενεργεία συναδέλφων τους, όπως έχει αποφανθεί το Μισθοδικείο.
Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά μόνο όσους έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, αλλά και όλους όσοι μπορούν να προσφύγουν σήμερα ή στο μέλλον και να διεκδικήσουν «ίση μεταχείριση».
Βέβαια, για το σύνολο των συνταξιούχων του κλάδου, είναι θέμα της κυβέρνησης τι θα πράξει, καθώς η καταβολή της αναδρομικής διαφοράς για όλους τους συνταξιούχους δικαστές συνιστά μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, με τη μειοψηφία των τριών μελών της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου να επισημαίνει ότι πρέπει να δοθεί στην κυβέρνηση ο απαιτούμενος χρόνος προσαρμογής στην επίμαχη απόφαση.
Οι τελευταίες δικαστικές αποφάσεις στηρίζονται στο σκεπτικό ότι πρέπει να διασφαλίζεται στους δικαστικούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν. Ωσάν αυτό το θεμελιώδες κριτήριο, η «αξιοπρεπής διαβίωση», να μην οφείλει να αποτελεί κανόνα για όλους τους συνταξιούχους.
Η απόφαση αυτή, βέβαια, σε συνδυασμό με όσα έχουν προηγηθεί από το 2007, προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, την οργισμένη αντίδραση των συνταξιούχων, αρχικά του Δημοσίου, που έχουν διαφορετική, άνιση εν προκειμένω, αντιμετώπιση, αλλά και των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, που έχουν υποστεί βαρύτατο πλήγμα από τις περικοπές των συντάξεων, των δώρων και του ΕΚΑΣ.
Ακόμη και όσοι είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη συνάντησαν κλειστές πόρτες, καθώς οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από το ΣτΕ χαρακτήριζαν τον νόμο Κατρούγκαλο, για αυτούς βεβαίως, «συνταγματικό».
Τι είχε προηγηθεί
Τον Φεβρουάριο του 2019, το ΣτΕ, με πρόεδρο τη σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είχε αποφανθεί για τους δημοσίους υπαλλήλους τα εξής:
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε τις περικοπές στα δώρα των Χριστουγέννων και του Πάσχα, αλλά και του επιδόματος θερινής άδειας, συνταγματικές, παρά την αντίθετη απόφαση του ΣΤ’ τμήματος και την αντίθετη εισήγηση κατά τη διάσκεψη της Ολομέλειας.
Για την ιστορία και μόνο, το ΣΤ’ τμήμα του ανωτάτου συνταγματικού δικαστηρίου, με τις υπ’ αριθμ. 2626-2635/2018 αποφάσεις του είχε κρίνει ότι αναγνωρίζεται μεν ότι ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο «επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγομένων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Χαμένοι και οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα
Στη συνέχεια, μόλις τον περασμένο Αύγουστο, έχασαν τη δικαστική μάχη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι συνταξιούχοι του ΕΦΚΑ, οι οποίοι διεκδικούσαν την καταβολή αναδρομικών από το 2016 και μετά, τα οποία αφορούσαν σε μειώσεις των επικουρικών τους συντάξεων –παρότι κατέβαλλαν εισφορές για αυτές– και την περικοπή δώρων και επιδομάτων. Ουδείς δικαιώθηκε.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας, στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης, με την υπ’ αρίθμ. 1342/2023 απόφαση έκριναν ότι «δεν υφίσταται αγώγιμη αξίωση» για αναδρομικά επικουρικών συντάξεων δώρων και επιδομάτων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News