Ακουγα προ ημερών στο ραδιόφωνο μια συζήτηση ανάμεσα σε έναν καθηγητή Περιβαλλοντολογίας και τον δήμαρχο ενός μικρού νησιού του Αιγαίου που είχε γονατίσει από τη λειψυδρία. Συμφωνούσαν και οι δύο ότι υδροφόρα καραβάκια που κουβαλάνε νερό από την ηπειρωτική χώρα στα νησιά ανήκουν πια στον 20ό αιώνα και ότι σήμερα η μόνη ρεαλιστική λύση είναι η αφαλάτωση.
Οταν όμως ο καθηγητής εξήγησε ότι οι αφαλατώσεις πρέπει υποχρεωτικά να τροφοδοτούνται με ενέργεια από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ο δήμαρχος τσίνησε. «ΑΠΕ; Τι ΑΠΕ δηλαδή; Φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες; Οσο είμαι εγώ, τέτοια μαραφέτια στο νησί μου δεν θα μπουν. Τι σχέση έχει εξάλλου η αφαλάτωση με τις ανεμογεννήτριες; Νεράκι θέλουμε, όχι να καταστρέψουμε το τοπίο του νησιού».
Νηφάλια ο καθηγητής άρχισε να εξηγεί. «Το 70% του κόστους μιας μονάδας αφαλάτωσης προέρχεται από την κατανάλωση ενέργειας για να καθαρίζεται το θαλασσινό νερό από το αλάτι και τα άλλα συστατικά του, ώστε να καταστεί πόσιμο ή έστω ικανό για οικιακή και γεωργική χρήση. Η ενέργεια αυτή, το ηλεκτρικό ρεύμα δηλαδή για να δουλεύει η αφαλάτωση, είτε θα είναι πράσινη και καθαρή από τον ήλιο και τον αέρα, είτε θα προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων, δηλαδή από πετρελαιοκινητήρες.
»Η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, η οποία τροφοδοτείται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Αν λοιπόν στήσουμε 500 αφαλατώσεις στα ελληνικά νησιά που θα δουλεύουν με πετρέλαιο, τότε η επιβάρυνση του περιβάλλοντος θα είναι τεράστια και θα επιτείνει την κλιματική κρίση που έχει φέρει τη λειψυδρία. Ετσι κυνηγάμε την ουρά μας, δεν δίνουμε λύση.
»Δεύτερον, η ενέργεια που καταναλώνουν οι αφαλατώσεις δεν πρέπει να είναι μόνο καθαρή αλλά και φθηνή. Οι ΑΠΕ δίνουν πάμφθηνη ενέργεια από τον ήλιο και τον αέρα. Καίγοντας πετρέλαιο, το κόστος του νερού εκτοξεύεται. Κάθε δέκα λίτρα νερού που θα χρησιμοποιούμε για πότισμα, για μπάνιο ή για να πλένουμε τα πιάτα, θα κοστίζει όσο ένα λίτρο πετρέλαιο. Αντέχουν τα νησιά να πληρώνουν τόσο το νερό;».
Εκεί ο δημαρχάκος κόλλησε λίγο. Εκανε μια μακρά παύση για να συνειδητοποιήσει τι άκουσε, προφανώς δεν τα ήξερε όλα αυτά και δικαίως, αλλά από τη βασική του θέση δεν υπαναχώρησε. «Α εγώ δεν είμαι επιστήμονας όπως εσείς, δεν τα ξέρω αυτά. Αλλά φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες δεν υπάρχει περίπτωση να μπουν στο νησί. Δεν το δέχεται ο κόσμος, πώς να το πω; Ούτε εγώ βέβαια».
«Μα δεν υπάρχει άλλη λύση» επέμεινε ο επιστήμονας. «Να βρουν» ανταπάντησε ψυχρά ο δήμαρχος, «γι’ αυτό ψηφίζουμε τις κυβερνήσεις, για να βρίσκουν λύσεις». Ο περιβαλλοντολόγος έκανε μια τελευταία προσπάθεια. «Μα δεν είναι θέμα κυβέρνησης, δήμαρχε, είναι θέμα ορίων και δυνατοτήτων της επιστήμης. Εξάλλου δεν μιλάμε για τις τεράστιες ανεμογεννήτριες που ξέρουμε, τώρα υπάρχουν οι μικρές, που έχουν ύψος, το πολύ, ενός δέντρου. Αυτές δεν χαλάνε τη θέα, αλλά δίχως αυτές νερό δεν θα έχετε».
Και τότε ο δήμαρχος έβαλε την τελευταία πινελιά του. «Για τις μικρές δεν ξέρω, να τις δούμε… αλλά, πάντως, αν η επιστήμη και οι επιστήμονες και η κυβέρνηση έχετε βάλει όλοι μαζί στόχο να καταστρέψετε το νησί μας, να ξέρετε ότι θα μας βρείτε απέναντι. Εμείς απαιτούμε το νερό που δικαιούμαστε και εσείς είστε υπεύθυνοι να μας το βρείτε, χωρίς να βγαίνω στο παράθυρο μου κάθε πρωί και να βλέπω απέναντι σβούρους».
Από τη μία, λοιπόν, έχουμε μια κυβέρνηση και μια επιστημονική κοινότητα που το έχουν βάλει σκοπό να καταστρέψουν ένα νησί (γιατί άραγε;), από την άλλη έχουμε δημάρχους και κατοίκους που θέλουν παροχές 21ου αιώνα αλλά με υποδομές και μέσα του 20ού αιώνα, ενώ στη μέση έχουμε νησιά-έρμαια της κλιματικής κρίσης που διψάνε και πάνε για ερημοποίηση. Πού βγάζουν όλα αυτά; Μα σε αδιέξοδο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News