Η φωτιά πυροδότησε τις μνήμες. Ποιος σας είπε ότι σβήνει η φωτιά όταν σβήνει;
Γνωρίζω τη μυρουδιά που σε ακολουθεί για καιρό. Δεν υπάρχει πιο άγρια, πιο ανυπόφορη μυρουδιά από της φωτιάς που έκαψε το όποιο σύμπαν.
Γνωρίζω την κάπνα που βγαίνει από κάθε πόρο του σώματός σου για μέρες και μέρες, κι ας πλυθείς όσο θες. Μαύρο ξερνάνε τα ρουθούνια σου, τα αφτιά σου.
Γνωρίζω, θυμάμαι το βλέμμα του γιου μας, του Κώστα, και έχω πάντα επάνω μου τα χέρια του να μ’ αγκαλιάζουν «Γιατί τέτοια συμφορά;». Τι του απαντάς;
Γνωρίζω το βλέμμα της σκυλίτσας μας και το τρίχωμά της μαύρο και το κεφάλι της χαμηλωμένο για καιρό και να περπατάει και να ξαπλώνει επάνω σε αποκαΐδια και σε σπασμένα τζάμια και να αναστενάζει. Την άκουγα να αναστενάζει. Με πεθαίνουν όλα τα βλέμματα, όλων τα βλέμματα τα θυμάμαι, ένα ένα. Ασβηστα με καίνε πάντα και παρακαλάω να ζήσω για να τους βλέπω να γελάνε.
Γνωρίζω το «Τίποτα». Δεν έμεινε τίποτα. Κι όμως, δεν έβγαινε κλάμα, γιατί και τα δάκρυα κάπως τα καίει η φωτιά. Μένεις φρικτά απαθής απέναντι σε ένα «τίποτα». Πατάς στη θράκα της ζωής σου. Δεν είναι «υλικά αγαθά». Συνειδητοποιείς ότι και τα υλικά ήταν «Εσύ» και όσα ακριβά αξιώθηκες. Οι φωτογραφίες, αναμνηστικά του μεγαλώματος των παιδιών σου, εκείνα που τα έκρυβες τρυφερά και ήταν μια ολόκληρη ιστορία, όσα αγόρασες από ταξίδια.
Γνωρίζω εκείνο το «Και τώρα;» που δεν έχει απάντηση.
Γνωρίζω τη ζωή να προχωράει με κάποιο χέρι που σε τράβηξε από το χέρι και σε πήγε… Και όσα χρόνια και να περάσουν, θα διατηρείς το κενό «Μα πώς βρεθήκαμε εκεί;», θα διατηρείς και την ευγνωμοσύνη για όποιον σου στάθηκε εκείνη τη μαύρη ώρα. Θα εμφανιστούν μπροστά σου άνθρωποι που δεν είχες φανταστεί. Κάθε σινιάλο νοιαξίματος και αγάπης τέτοιες ώρες είναι βάλσαμο ψυχής για πάντα.
Γνωρίζω ότι όσο και να σου σταθούνε, όπως και να βρεις μια άκρη, εσύ τις νύχτες ζητάς «Το σπίτι μου. Θέλω το σπίτι μου». Θυμάμαι, με θυμάμαι να περπατάω νοερά, όταν έκλειναν τα φώτα και μου επέτρεπα να πέφτω… Αλίμονο αν πέσεις στον ξύπνιο σου…
Μου επέτρεπα να σπάω, να γίνομαι κομμάτια και να λύνω τον κόμπο του λαιμού μου, όπως οι άνδρες τη γραβάτα τους και να κλαίω σιγανά, μην και ακουστώ ενώ περπατούσα νοερά ανοίγοντας πόρτες που δεν υπήρχαν πια, παράθυρα που έλιωσαν, σημεία με αποτυπώματα…
Εκεί αφήναμε τα κλειδιά μας, εκείνο το ανθοδοχείο είχε πάντα λουλούδια. Ολα, όλα ενός σπιτιού όπως ήταν και πλέον δεν ήταν. (Για χρόνια θα περνάνε αστραπές αντικείμενα… «Α! Ηταν και εκείνο»). Και πάνω που μ’ έπιανε βαθύς ο πόνος… Από παντού μου έβγαινε ντροπή και έφτυνε τον πόνο μου. «Ντροπή σου! Ντροπή! Είμαστε όλοι ζωντανοί. Είμαστε όλοι καλά. Στο Μάτι χαθήκαν άνθρωποι. Ντροπή σου!». Και συνερχόμουν. Αυτόματα συνερχόμουν, στεκόμουν, έβρισκα κέντρο.
Βλέπω τις εικόνες. Με ξεσκίζουν οι εικόνες. Εκείνα τα νεαρά παιδιά και ο σκύλος τους να περπατάνε. «Ο Κώστας μου» λέω, ενώ δεν είναι ο Κώστας. Λυπάμαι για κάθε είδους ζωής που χάθηκε, η ζωή είναι ζωή, και ευγνωμονώ για κάθε μία που προστατεύτηκε. Κάνω τον σταυρό μου που δεν κλάψαμε ανθρώπους. Κάνω και ξανακάνω τον σταυρό μου που δεν κλάψαμε ανθρώπους. Και θλίβομαι για όποιον το ξεπετάει αυτό, ως μη απόλυτης σημασίας. Από τη δική «μας» φωτιά πέρασαν μερικά χρόνια.
Γνωρίζω, γνωρίζω…
Δεν σβήνει η φωτιά όταν σβήνει. Εκεί αρχίζει. Πώς αρχίζεις; Δύνασαι να αρχίσεις; «Πρέπει να τρέξω στους ανθρώπους» μου είπε. «Καταλαβαίνω» του απάντησα. Κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, αποκλείεται να του έλεγα «όχι». Κάποιος χρειάζεται ένα χέρι. Οπως εκείνα που στάθηκαν σε μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News