Ψιλοσούρα. Εκεί στο μεταίχμιο, τόσο δα έξω από αναστολές και τόσο δα, να μην χάσεις την μπάλα τελείως. Εκείνος, ο φιλαράκος ζωής γελούσε «Πας καλά; Σύνελθε», για να την αναπτερώσει, και καλά. Σκατά! «Εγώ τώρα πονάω βαθιά» του τόνισε και όλο παράπονο «Μη γελάς, μωρέ», για να του κόψει κάθε φόρα ψευτοπαρηγοριάς. Το σεβάστηκε.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι. «Να σε πάω μια βόλτα;», της πρότεινε. Ανασήκωσε τους ώμους της, κάπως όπως «Να! Κι αν με πας, Να κι αν δεν με πας» αλλά δεν το είπε φωναχτά. Τόσο μαυρισμένη η ψυχή της δεν υπήρχε δρόμος για εκείνη, δεν υπήρχε οδός. Έρωτας φαρμακερός. Πονούσαν τα σπλάχνα της. Μύριζαν καμένα τα φρένα της, ζήτημα λεπτών ήταν να τα σπάσει. Να μην σώνει άνθρωπος τέτοιο πόνο.
«Ξέρεις τι θα ήθελα;» τον ρώτησε με το βλέμμα επίσης στο μεταίχμιο. «Να υπήρχε ένα μηχάνημα ερωτόπονου. Να μετράει, ρε παιδάκι μου, τον πόνο του έρωτα. Να στον κάνει πόνο στο σώμα, όπως ο πονοκέφαλος, όπως ο πόνος της γέννας. Να δεις, δεν θα τον άντεχε άνθρωπος!». Κάτι τέτοιες φιλοσοφίες χτυπάνε ταβάνι τέτοιες ώρες. Ο φιλαράκος συγκατάνευσε «Εμένα θα μου το πεις!».
Ψιλογέλασαν και οι δυο. Έτρεχε το αυτοκίνητο. Βούρκωνε ξεβούρκωνε. Κάποια στιγμή σταμάτησε σε κάποιο πάρκιγκ. Μπροστά θάλασσα. Άνοιξε παράθυρο. Ψοφόκρυο. Άνοιξε και ο φιλαράκος. Και πού στο διάολο ήταν να πατήσει το κουμπί του ραδιοφώνου. Βασίλης Καρράς. Πυροβολισμός κατάκαρδος. Κλάμα! Με λυγμούς. «Τον θέλω!» παραδόθηκε με ψηλά τα χέρια. Είναι η στιγμή που μπορείς να κάνεις τα πάντα. Να φτάσεις τέρμα Ξεφτίλας! «Θα του τηλεφωνήσω», «Μην το κάνεις». Ούτε ξέρει πόσες φορές άκουγε το ίδιο και το ίδιο μήνυμα στον τηλεφωνητή του. «Πας καλά;» ξανάλεγε το φιλαράκι της. Και δώστου Βασίλης Καρράς. Στιγμιαία κατάδικός της άνθρωπος. Στην αγκαλιά της φωνής του τον έκλαψε, τον τελείωνε, τον ανάσταινε. Στα βαθιά του Καρρά… Πιο βαθιά δεν έχει!… Ξεθάρρεψαν όλα τα δικά της βαθιά. Και για κάθε ανάσα του, όπως μόνο ο Καρράς την έπαιρνε έτσι, γέμιζαν ανάσα και τα δικά της πνευμόνια για να βγάλει πέρα τη βουτιά. Βουτιά η καψούρα! Διαπασών ο Καρράς. Και το δικό της το χέρι να μαστιγώνει τον αέρα στίχο τον στίχο. Ψιλοσούρα. Τα θυμάται. Ψιλογελάει. Ψιλοντροπής πράγματα; Σιγά! Δεν υπάρχει πιο ενδιαφέρον ρεζίλι από αυτό του βαριού έρωτα.
Χρόνια μετά… Χαμήλωσαν τα μπάσα… Ευτυχώς. Σκέψου να την βγάζαμε σερί με τόσο δυνατά μπάσα!… Αχ βρε Βασίλη! Παρέα τα περάσαμε. Ανθρωπένιος εσύ, σε ένα κόσμο φτωχολαμέ, επηρμένων σαχλοφιλοσόφων δεκάρας. Πήρες το μυστικό της ματωμένης μας στιγμής μαζί σου. Δεν την εξέθεσες ποτέ. Θα σου έλεγα «Καλό σου ταξίδι» αλλά επί της ουσίας… Δεν πας πουθενά. Εδώ θα μείνεις! Τους τραγουδιστές δεν τους κλαις, τους τραγουδάς. Ανταποδίδοντας πόσο στη ζωή τραγούδησαν αυτοί για σένα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News