Το φιλόδοξο νομοσχέδιο του προέδρου Τζο Μπάιντεν «Build Back Better» καθυστερεί να εγκριθεί και τροποποιείται εξαιτίας δύο Δημοκρατικών γερουσιαστών που συνήθως περιγράφονται ως κεντρώοι. Πλήθος αναλυτών διερωτάται ποια ακριβώς είναι η σημασία αυτής της ταμπέλας το 2021. Δεν είναι μόνον οι κυνικοί που υποψιάζονται ότι αυτά τα πρόσωπα δεν είναι τόσο κεντρώα όσο εγωκεντρικά και καθοδηγούνται μόνο από την ανάγκη της επανεκλογής.
Με ποια κριτήρια πρέπει να κρίνονται οι κεντρώοι; Αυτό το ερώτημα έχει καταστεί επείγον όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στη Γαλλία, όπου ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, έχοντας υποσχεθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο στη γαλλική πολιτική, θα επιδιώξει την επανεκλογή του την ερχόμενη άνοιξη. Οπως και με τους δύο αμερικανούς γερουσιαστές, οι επικριτές θεωρούν ότι ο κεντρισμός του Μακρόν αποτελεί ένα προπέτασμα καπνού για έναν πολιτικό που ουσιαστικά ακολουθεί τις επιταγές της Δεξιάς, εξού και η ετικέτα «ο πρόεδρος των πλουσίων».
Οπότε, το ερώτημα δεν είναι πλέον εάν το Κέντρο μπορεί να αντέξει αλλά εάν ο κεντρισμός έχει κάποιο νόημα στη σύγχρονη πολιτική. Είχε πολύ νόημα κατά τον 20ο αιώνα, μια περίοδο ιδεολογικών ακροτήτων σύμφωνα με πολλούς. Οποιος ήταν στο Κέντρο δεσμευόταν για συμμετοχή στον αγώνα ενάντια σε αντιδημοκρατικά κόμματα και κινήματα.
Αλλά ακόμη και τότε, οι αυτοαποκαλούμενοι κεντρώοι κατηγορούνταν συχνά ως κακόπιστοι. Με αξιοσημείωτη ειρωνεία, ο Αϊζάια Μπερλίν, ένας κατ’ εξοχήν φιλελεύθερος, αυτοσυγκαταλεγόταν στους «άθλιους κεντρώους, στους καταφρονημένους μετριοπαθείς, στους κρυπτο-αντιδραστικούς σκεπτικιστές διανοούμενους».
Ενώ, όμως, αυτοί οι προηγουμένως αυτοαποκαλούμενοι κεντρώοι μπορούσαν να ζήσουν από τα εύσημα που συγκέντρωναν στον αγώνα κατά του φασισμού και του σταλινισμού, η κληρονομιά της συνειδητά μετριοπαθούς πολιτικής έχει από τότε φθαρεί. Σε πολλές χώρες σήμερα, υπάρχει ένα είδος νεκροζώντανου κεντρισμού – ένα κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου που δεν παρέχει πλέον έναν γνήσιο πολιτικό προσανατολισμό στους υποστηρικτές του.
Οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες το διαπίστωσαν πρόσφατα με επώδυνο τρόπο. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, απέτυχαν θεαματικά στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν το Κέντρο ενάντια σε έναν πιθανό συνασπισμό μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και της μετακομμουνιστικής Αριστεράς (Die Linke). Η αντικομμουνιστική εκστρατεία του κόμματος που, από ό,τι φαίνεται, ανασύρθηκε από τη δεκαετία του 1950, προφανώς δεν ήταν κατάλληλη για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η ιδέα ότι ο Ολαφ Σολτς, ο μετριοπαθής σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης και μελλοντικός καγκελάριος, θα αναρτούσε κόκκινες σημαίες στο Ράιχσταγκ φαινόταν θετικά αλλόκοτη.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο μορφές κεντρισμού που δεν ανάγονται στον νεκροζώντανο ψυχροπολεμικό φιλελευθερισμό. Η μία μορφή είναι διαδικαστική: σε συστήματα με διακριτές εξουσίες οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να ασχολούνται με την τέχνη του συμβιβασμού. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σε μια εποχή κατά την οποία οι ξεκάθαρες πλειοψηφίες στα νομοθετικά σώματα είναι σπάνιες.
Μια παρόμοια επιταγή επιβάλλεται και στα ολοένα πιο κατακερματισμένα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα. Το ολλανδικό κοινοβούλιο αποτελείται σήμερα από τουλάχιστον 17 κόμματα. Και, μετά από εβδομάδες διαπραγματεύσεων, η Γερμανία θα έχει σύντομα μια κυβέρνηση στην οποία οι αριστερόστροφοι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θα συνυπάρχουν σε έναν συνασπισμό «φανάρι» με τους φιλικούς προς τις επιχειρήσεις Ελεύθερους Δημοκράτες.
Η δεύτερη μορφή κεντρισμού είναι ο κεντρισμός θέσης (positional centrism). Εκλαμβάνοντας τις ίσες αποστάσεις από τους πολιτικούς πόλους ως απόδειξη του πραγματισμού τους και των «μη ιδεολογικών» διαπιστευτηρίων τους, οι από θέση κεντρώοι συχνά προσπαθούν να επωφεληθούν από τον δικομματισμό, από το να φαίνονται λογικοί, όταν η Αριστερά και η Δεξιά κυριαρχούνται από σκληροπυρηνικούς. Στην πρώτη του προεκλογική εκστρατεία, ο Μακρόν αναδείκνυε τακτικά τον ριζοσπαστισμό των αντιπάλων του, της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν και του ακροαριστερού Ζαν-Λικ Μελανσόν, για να αποδείξει ότι μόνον εκείνος εκπροσωπούσε μια υπεύθυνη θέση.
Επικαλούμενοι τη «θεωρία του πετάλου» (ή θεωρία των δύο άκρων) – η οποία υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των αντικομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου – οι κεντρώοι συχνά υπονοούν ότι ο αριστερός και ο δεξιός λαϊκισμός συγκλίνουν τελικά στο ίδιο αντιφιλελεύθερο τελικό σημείο. Αλλά, όπως και οι θεωρητικοί του «Τρίτου Δρόμου» της δεκαετίας του 1990, οι συνεργάτες του Μακρόν έχουν επίσης προτείνει ότι η «Αριστερά» και η «Δεξιά» είναι παρωχημένες ταμπέλες, επειδή αυτό τους επιτρέπει να προσκαλούν πρώην σοσιαλιστές και πρώην γκωλιστές στο κίνημά τους.
Oμως ο κεντρισμός δεν είναι αυτόματα δημοκρατικός. Ο Μακρόν, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί «φιλελεύθερος τύραννος», είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η στάση του, «ούτε αριστερά ούτε δεξιά», συνεπάγεται μια ξεκάθαρα τεχνοκρατική μορφή διακυβέρνησης. Υποτίθεται ότι υπάρχει πάντα κάποια μοναδικά ορθολογική απάντηση σε οποιαδήποτε πολιτική πρόκληση. Εξ ορισμού, οι επικριτές μπορούν να απορριφθούν ως παράλογοι. Οπως ανακάλυψε ο Μακρόν με την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων το 2018, η άρνηση του δημοκρατικού πλουραλισμού που συνεπάγεται αυτή η προσέγγιση μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Τόσο ο διαδικαστικός όσο και ο κεντρισμός από θέση βασίζονται στην ύπαρξη μιας λειτουργικής δημοκρατίας και μπορούν στην πραγματικότητα να καταστούν επικίνδυνοι όταν μια χώρα υποφέρει από ασύμμετρη πολιτική πόλωση.
Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στις ΗΠΑ σήμερα, όπου το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν αναγνωρίζει πλέον βασικά στοιχεία της δημοκρατίας. Οι νυν Ρεπουμπλικάνοι εμπλέκονται σε ένα τεράστιο πρότζεκτ ακραίας επιθετικότητας, καταστολής ψηφοφόρων, εκλογικής υπονόμευσης και νομοθετικής παρεμπόδισης, αδιαφορώντας για τους συμβιβασμούς.
Ο διαδικαστικός κεντρισμός δεν έχει νόημα όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι δεν σέβονται πλέον τις διαδικασίες, όπως συμβαίνει τώρα με τους Ρεπουμπλικάνους. Αλλά η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τον κεντρισμό από θέση. Εάν ένα κόμμα απορρίπτει τη δημοκρατία, η τήρηση ίσων αποστάσεων αποτελεί συνενοχή.
* Ο Jan-Werner Mueller είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και συνεργάτης του The New Institute που εδρεύει στο Αμβούργο. Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News