Στην τράπεζα πρωί-πρωί πρώτος στη γραμμή, στην ουρά στην Αγροτική, σε αυτήν που πήγαινα με τον πατέρα μου παιδί.
Γυρνώ την κεφαλή μου πίσω και βλέπω τη μητέρα μου, τον παππού μου να στέκονται υπομονετικά κι αυτοί στην ίδια τη γραμμή, στο χέρι να κρατούν νόμισμα παλιό. Περιμένουν να στείλουν τις εκατό δραχμές σε μένα, που κι εγώ το ίδιο περιμένω, για να διαβιβάσω με άλλο νόμισμα στο γιο μου. Το ελάχιστο των εορτών.
Παρατηρώ τον παππού ανήσυχο, κοιτάζει διαρκώς έξω από την πόρτα εκεί όπου έχει ακουμπήσει τα τσουβάλια με τις ελιές, τα πορτοκάλια, τις βροχές, τις μπόρες και τις παγωνιές, τα χιόνια, το μουσκεμένο του σουρτούκο, τη χαμαλίκα του. Τρέχω να τα πάρω να τα φορτωθώ εγώ στις πλάτες τις δικές μου. Έρχεται. Με προλαβαίνει όπως πάντα. Τα σηκώνει σαν βαμβάκι, σαν πούπουλο και φεύγει πάνω, πέρα στα βουνά, στις μαύρες πέτρες..
Η Μάνα μου, με το φόρεμα του γάμου της, τα μαύρα της μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες, μιλάει με τον ταμία, του υπαγορεύει το ποσό και τ' όνομά μου κλαίγοντας και τραγουδώντας. Του δίνει αριθμούς, δρόμους, διευθύνσεις, τόπους, σπίτια βουλιαγμένα, χαμένα, βγάζει χαρτί, φύλλο ακέραιο, κόλλα αναφοράς από το κόρφο της και συλλαβίζει τ' όνομά σου, για σένα επί πλέον διατάζει "διακόσιες οι δραχμές για δαχτυλίδι". Υπογράφει με σταυρό και χάνεται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News