1689
|

Χορεύοντας μέχρι τον τάφο

Χρήστος Χωμενίδης Χρήστος Χωμενίδης 27 Ιουνίου 2013, 00:51

Χορεύοντας μέχρι τον τάφο

Χρήστος Χωμενίδης Χρήστος Χωμενίδης 27 Ιουνίου 2013, 00:51

Όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος του πατέρα μου είχε ήδη κάνει πολλαπλές μεταστάσεις. Του έδωσαν έξι μήνες ζωής. Ήταν σαρανταοχτώ χρονών. Η μάνα μου ήταν σαρανταενός και εγώ δεκατριών.

Κατά το μακρινό 1979, οι καρκινοπαθείς -ιδίως όσοι βρίσκονταν στο τελικό στάδιο- σπανίως ενημερώνονταν για την κατάστασή τους. Οι συγγενείς, με τη συνέργια των γιατρών, τους φλόμωναν συνήθως στα παρηγορητικά ψέματα, μέχρι που επινοούσαν ανύπαρκτες πλην εντελώς ιάσιμες ασθένειες – «κάτι μύκητες, σου έχουν αποικίσει το συκώτι», «ένα χαλάζιο έχει φράξει τις φωνητικές σου χορδές». Στον πατέρα μου είπαν, απλώς, ότι είχε αναζωπυρωθεί μια εφηβική, κατοχική του αδενοπάθεια. Τους πίστεψε ή έκανε πως τους πιστεύει…

Καθώς δεν υπήρχε γιατρειά, η «θεραπεία» που ακολουθήθηκε ήταν κι εκείνη καθαρά παρηγορητική. Τύχη αγαθή, ένας πρώτος του εξάδελφος, ο Ανδρέας Γληνός, διηύθυνε εκείνη την εποχή το ερευνητικό τμήμα του Αγίου Σάββα. Εγγυήθηκε στη μάνα μου πως ο Αλέξανδρος θα περνούσε τέσσερις αξιοπρεπέστατους μήνες πριν ξεκινήσει η οριστική κατάρρευση. Έτσι και συνέβη.

Από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 1979, ζήσαμε οικογενειακώς μια εντελώς αλλόκοτη κατάσταση. Μια ιλαροτραγωδία: Σε δρόμο ανάρρωσης -υποτίθεται- ο μπαμπάς μου πλην αρκετά αδύναμος για να πηγαίνει στη δουλειά του, δεχόταν στο σπίτι τους ανθρώπους του: Φίλοι του κολλητοί, αλλά και φίλοι που είχε πολλά χρόνια να τους δει, κατέφθαναν (τους είχαν εμπιστευτικά πληροφορήσει για τα μαύρα μαντάτα) για να τον αποχαιρετήσουν. Πάρτι σωστό στηνόταν κάθε βράδυ στο σαλόνι μας. Κρασί, μεζέδες, μουσικές στο πικάπ… «Περδίκι σε βλέπουμε, Αλέξανδρε!» του έλεγαν όλοι κι εκείνος κορδωνόταν. Περδίκι, πράγματι, έμοιαζε. Ούτε τα μαλλιά τού είχαν πέσει ούτε άλλα βασανιστικά συμπτώματα τον ταλαιπωρούσαν, αν εξαιρέσεις το γεγονός πως για να ’ναι σε θέση να γλεντάει έπρεπε να κοιμάται όλη τη μέρα. Μέχρι που χόρευε. Δεν τον είχα ξαναδεί έως τότε να χορεύει – είχε ένα εντελώς δικό του στυλ, και το ζεϊμπέκικό του ακόμα έμοιαζε με φοξ-τροτ. «Η κορτιζόνη είναι μαγικό φάρμακο: Σε οδηγεί χορεύοντας στον τάφο…» μου είπε πρόσφατα ένας φίλος γιατρός και μου ξανάφερε στη μνήμη εκείνες τις εικόνες.

Εγώ πήγαινα στην Πρώτη Γυμνασίου. Έμπαινα ολοταχώς στην εφηβεία, με είχε πιάσει λαχτάρα για κορίτσια μα το σχολείο μου ήταν αρρένων κι έτσι απλώς τα φαντασιωνόμουν διαβάζοντας περιγραφές του Καραγάτση και ξεφυλλίζοντας ξανά και ξανά το ίδιο αμερικάνικο PlayBoy, που μου το ’χε πουλήσει μεταχειρισμένο ένας συμμαθητής μου στην αστρονομική τιμή των εκατόν πενήντα δραχμών. Ο χορός των ορμονών μέσα μου και οι χοροί του μπαμπά μου και της παρέας του προφανώς με αποσπούσαν από τις σχολικές υποχρεώσεις μου. Άριστος στο Δημοτικό, αντιμετώπιζα το Γυμνάσιο με παγερή αδιαφορία. Ονειρευόμουν περιπέτειες. Σε έναν μπλε κουμπαρά, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ήταν φυλαγμένες οι δέκα λίρες που μου ’χαν χαρίσει παππούδες και γιαγιάδες, θείες και θείοι όταν είχα γεννηθεί – τα χρύσωναν τότε τα μωρά στα μαιευτήρια. Μια μέρα θα παραβίαζα την κλειδαριά και θα έχωνα τις λίρες στο μπουφάν μου. Το διαβατήριο στην κωλότσεπη με πλαστογραφημένο το έτος γέννησης. Κόντευα το ένα κι εβδομηνταπέντε, θα ’παιρνα ύφος βλοσυρό και θα ’πειθα -δεν θα ’πειθα;- για ενήλικας. Αντί για το σχολικό, θα σταματούσα ένα ταξί. «Αεροδρόμιο!» θα ’λεγα και θα απογειωνόμουν προς άγνωστη κατεύθυνση…

Προτού συμβούν όλα τα παραπάνω υπέροχα, ο πατέρας μου άρχισε να ’χει πόνους στη μέση. «Πιάστηκα από τον πολύ χορό!» συμπέρανε. «Είναι η μετάσταση στα οστά…» είπε ο γιατρός στη μάνα μου. Μέσα σε μια βδομάδα, δυσκολευόταν να περπατήσει. Μέσα σε δύο, δεν μπορούσε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Βογκούσε κι έβριζε μες απ’ τα δόντια του – «κοτζάμ λεβέντης και να έχω καταντήσει έτσι…» τον άκουσα ένα απόγευμα να μονολογεί σπαραχτικά ενώ αγωνιζόταν να ανασηκωθεί στο στρώμα για να ξυριστεί. Την ημέρα που τον πήραν με το αναπηρικό καροτσάκι για να τον μεταφέρουν για δεύτερη -και τελευταία- φορά στο νοσοκομείο, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου για τη σημαντικότερη υπόθεση που είχε αναλάβει ποτέ του. Είχε κερδίσει κατά κράτος. «Σας το ’λεγα πως θα γινόμουν μεγάλος δικηγόρος…» χαμογέλασε πικρά.   

Όσο επιδεινωνόταν η κατάστασή του, τόσο περισσότερες ώρες ήθελε να περνάει η μαμά μου στο πλευρό του. «Μη νοιάζεσαι για μένα!» της είπα. «Θα φτιάχνω τοστ, θα διαβάζω τα μαθήματά μου, θα ποτίζω τα λουλούδια.». Η προοπτική να μένω μόνος στο σπίτι μάλλον με ενθουσίαζε παρά με τρόμαζε. «Είμαι εργένης!» θα ανακοίνωνα στους συμμαθητές μου. Η μαμά όμως δεν πείστηκε. Μου έφτιαξε μια βαλίτσα και με έστειλε, για το Σαββατοκύριακο, στο εξοχικό της νονάς μου στη Σαρωνίδα. Είχε μπει ο Ιούνιος, θα έριχνα και βουτιές.

Κατά τον μήνα που ακολούθησε, άλλαξα ως φιλοξενούμενος πεντέξι σπίτια συγγενών και φίλων. Με υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μου απαλύνουν μία θλίψη, την οποίαν ακόμα κάθε άλλο παρά αισθανόμουν.

Άρνηση ονομάζεται; Άγνοια κινδύνου; Γεγονός είναι πως μολονότι προσπαθούσε η μάνα μου να με προετοιμάσει για την επερχόμενη συμφορά, εμένα το αυτί μου λίγο ίδρωνε. «Ο μπαμπάς είναι βαριά άρρωστος…» μου ’χε πει. «Ε, θα γίνει καλά!» την είχα διαβεβαιώσει. «Ο μπαμπάς σου μάλλον έχει καρκίνο…» είχε λάβει τη σκυτάλη ως αρμόδιος επιστημονικά ο θείος Ανδρέας. «Και τι θα πάθει; Θα πεθάνει;» του ’χα απαντήσει με εκείνο το ειρωνικό-επιθετικό ύφος που παίρνουν συχνά οι έφηβοι. Τη λέξη θάνατος δίσταζαν να την προφέρουν, προφανώς για να μη με ρίξουν σε πρόωρη απελπισία. Η μαμά, μου είχε αγοράσει μονάχα ένα μαύρο μπλουζάκι – «ίσως να χρειαστεί να το φορέσεις κάπου…». Ούτε που υποψιάστηκα το υπονοούμενο.

Στο σπίτι της αγαπημένης μου θείας Πόπης, δοκίμασα πρώτη φορά λαγό, που τον είχε ειδικά για μένα παραγγείλει από έναν κυνηγό στο χωριό. Στο σπίτι του φίλου μου Κωνσταντίνου, η Γερμανίδα μαμά του μας έφτιαξε στρούντελ με παγωτό. Κάτι άλλοι θείοι με πήγαν στην επιθεώρηση – είδα στο θέατρο «Μινώα», στην Πατησίων, τον θρυλικό Νίκο Σταυρίδη να υποδύεται τον μέθυσο και τη Σπεράντζα Βρανά, ως συνήθως, την τροτέζα… Δυο φορές τη βδομάδα περίπου, η μαμά μου φρόντιζε να μου αλλάζει διαμονή, καθότι -σύμφωνα με μια σμυρναίικη παροιμία- «το ψάρι και ο ξένος την τρίτη μέρα βρωμούν». Έτσι κατέληξα στην Κατερίνα και στη Μαίρη.

Η Κατερίνα ήταν δεκάξι και η Μαίρη δέκα. Μελαχρινή κατσαρομάλλα και πρασινομάτα η πρώτη, ξανθούλα η δεύτερη, παιδάκι ακόμα. Μακρινές μου ξαδέλφες, από εκείνες που συναντάει κανείς σε γάμους και βαφτίσια, πλην η μαμά τους αγαπούσε ιδιαιτέρως τον πατέρα μου και έτσι με φορτώθηκαν. Δεν με φορτώθηκαν – υπερβάλλω. Η μεν Μαίρη λίγο νοιαζόταν για την παρουσία μου. Διάβαζε όλη την ώρα Μίκυ-Μάους κι άκουγε “Boney M” στο κασετόφωνο. Η Κατερίνα δε, που είχε ως μεγάλη ενημερωθεί για το δράμα μου, διαπνεόταν γενικώς από φιλάνθρωπα και φιλόστοργα αισθήματα, για τούτο και ήθελε να γίνει -σαν τον μπαμπά της- γιατρός. Η μαμά τους μετέφερε ένα τρίτο κρεβάτι στο κοριτσίστικο δωμάτιο και μου το έστρωσε. «Σαν αδελφούλη σας θα τον έχετε τον Χρήστο!» τις διέταξε. Εγώ, από την άλλη, μόνο σαν αδελφούλες δεν τις έβλεπα. Τουλάχιστον, όχι την Κατερίνα.

Επισκεπτόμουν κάθε πρωί στο νοσοκομείο, τον μπαμπά μου. Πρέπει να μάζευε όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει, να κατέβαλλε πρέπει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να με υποδέχεται κεφάτος. Όταν τον βρήκα να φοράει μάσκα οξυγόνου – «είδες; με ντύσανε πιλότο!» ψευτογέλασε. Και όταν βάρυνε κι άλλο, μου έγνεψε να μην μπω στο δωμάτιό του, «θα τα πούμε από Δευτέρα» ψιθύρισε. Ήταν το τελευταίο Σάββατο της ζωής του…

Διέσχισα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και επέστρεψα περπατώντας στα Εξάρχεια. Από ένα ψιλικατζίδικο, γωνία Μπενάκη και Βαλτετσίου, αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου ένα παγωτό πύραυλο στη Μαίρη και ένα στην Κατερίνα. Το βράδυ κέρασα και τα εισιτήρια του σινεμά.

Επρόκειτο για τη «Γρανίτα από Λεμόνι», μια ισραηλινή ταινία που έκανε θραύση τότε στην Ελλάδα. Οι περιπέτειες μιας παρέας εφήβων στο Τελ Αβίβ της δεκαετίας του ’50. Το δυνατό σημείο του φιλμ ήταν η μουσική του – όλες σχεδόν οι επιτυχίες της πιο ένδοξης περιόδου του ροκ εν ρολ, από το “Rock Around the Clock” του Bill Halley έως το “Mr Lonely”, ένα σπαραξικάρδιο μπλουζ του Bobby Vinton. Η «Γρανίτα από Λεμόνι» είχε κριθεί Κ13, «κατάλληλη άνω των δεκατριών». Έτσι πήγαμε οι δυο μας, με την Κατερίνα.

Σε μια σκηνή του έργου, ο πρωταγωνιστής καταφέρνει να βγει ραντεβού με το κορίτσι των ονείρων του. Βρίσκονται σε έναν κινηματογράφο που παίζει ένα ασπρόμαυρο γκανγκστερικό. Μόλις ξεκινάει το πιστολίδι, το κορίτσι σφίγγεται έντρομο στην αγκαλιά του. Και τότε εκείνος, αντί να την παρηγορήσει, αρχίζει να της βάζει χέρι.

Κοίταζα την οθόνη και δεν πίστευα στα μάτια μου. «Τόσο εύκολα, λοιπόν, γίνεται; Τόσο απλό είναι;» αναρωτιόμουν. Θρασιμάκι όντας, δεν δίστασα παρά για δευτερόλεπτα. Άπλωσα έπειτα το χέρι μου και άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισο της Κατερίνας.

Μπορώ -πιστεύω- σήμερα να αντιληφθώ ακριβώς τα αισθήματα και τις σκέψεις της. Από τη μία, αυτό που της συνέβαινε ήτανε άνω ποταμών. Από την άλλη, ο μικρός της ξάδελφος περνούσε τις δυσκολότερες μέρες της ζωής του – όφειλε συνεπώς η ίδια να δείξει ανοχή και κατανόηση. Αλλά τι σόι μικρός ξάδελφος ήταν εκείνος, που όχι απλώς δεν είχε πέσει σε μαύρη μελαγχολία, αλλά και παραμέριζε τώρα το σουτιέν της και της χάιδευε τη ρόγα; Έκανε -με αναίδεια ανεκδιήγητη- ό,τι το αγόρι που της άρεσε, ένας πρωτοετής της Ιατρικής, δεν είχε μέχρι τότε τολμήσει!

Η Κατερίνα τραβήχτηκε. Εγώ επέμεινα. Η Κατερίνα ξεφύσηξε θυμωμένη. Εγώ δεν το ’βαλα κάτω. «Σταμάτα γιατί θα φύγω!» με απείλησε. Της χαμογέλασα μέσα στο μισοσκόταδο του κινηματογράφου τόσο γαλίφικα ώστε την έφερα σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Ευτυχώς, τελείωσε η ταινία.

Επιστρέφοντας σπίτι, βρήκαμε τους γονείς της να βλέπουν τηλεόραση. «Εγώ θα κοιμηθώ απόψε στην αιώρα, στη βεράντα!» ανακοίνωσε η Κατερίνα. «Έχει πολλά κουνούπια, δεν καταλαβαίνουν από αουτάν…» της είπε η μαμά της. «Ας με φάνε!».

Πλάγιασα στο κοριτσίστικο δωμάτιο, δεν με έπαιρνε όμως ο ύπνος. Με είχαν καταλάβει ταυτόχρονα μια καταπληκτική έξαρση και μια τρομερή αγωνία. Στριφογύρναγα ανάμεσα στο σινεμά και στο νοσοκομείο – αισθανόμουν στην παλάμη μου το στήθος της Κατερίνας και είχα στα αυτιά μου τη βαριά ανάσα του πατέρα μου.

Σηκώθηκα στο τέλος, βγήκα στο σαλόνι. Τα ρολά της βεράντας ήταν κατεβασμένα. Κόλλησα το μάτι στη χαραμάδα και αντίκρισα την ξαδέλφη μου ανάσκελα στην αιώρα, με ένα κοντό λευκό νυχτικό, τις μπούκλες της χυμένες στο μαξιλάρι και μια κλωστή από σάλιο να κυλάει απ’ το μισάνοιχτο στόμα της. «Πόσο όμορφη είναι!» εκστασιάστηκα. Θα σήκωνα τα στόρια και θα έβγαινα έξω μόνο και μόνο για να της χαϊδέψω τα μαλλιά. Φοβήθηκα όμως μην την ξυπνήσω. Το βλέμμα μου έπεσε τότε, τυχαία, στο ρολόι του τοίχου. Μία και εικοσιπέντε.

Την ίδια ακριβώς ώρα θα διάβαζα, πολύ καιρό αργότερα, στη ληξιαρχική πράξη του πατέρα μου. «Χρόνος Θανάτου: 01:25, 03 Ιουλίου 1979».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News