Γιατί όταν ξυπνώ το πρωί, ψάχνω ένα τραγούδι, μια λέξη, έναν άνθρωπο, ένα ποίημα, μια δουλειά; Γιατί διψώ για νερό; Τι θέλω, τι ζητώ; Γιατί στάζω θάλασσα; Γιατί νοίκιασα θάλασσα; Γιατί έβγαλα μπαλκόνι στο λιμάνι; Γιατί ξημερώνομαι στα πανιά και στις αντένες; Τι πέλαγα, τι κύματα, τι φουρτούνες πέρναγα, περνούσα όλη τη νύχτα;
Βάλε, πάρε ένα-δυο βιβλία στην τσάντα σου, αχρείαστα να’ ναι, όπως οι άλλοι βάζουν ένα παξιμάδι, ένα πορτοκάλι, ένα παυσίπονο, ένα depon. Θα βρεις κάποιον να του διαβάσεις, να του πεις κάτι. Την ευχή, το ποίημα, χίλια φιλιά βαθιά.
Θα ανεβαίνει τη Σταδίου μόνος του. Μόνος του ο άνθρωπος. Θα περιμένει στο φανάρι να περάσει απέναντι. Θέλει μια βοήθεια. Να βγει, να τρέξει, στα μέρη του. Στις χλωρασιές και στα τσαΐρια να ανασάνει, να βελάξει, να μιλήσει. Να μοιράσει τον εαυτό του σε πολλούς. Να τους πει.
Επιθυμεί, χρειάζεται μια λέξη, μια φωτιά, ένα χέρι, ένα βαρκάκι, ένα κουπί, ένα κατάρτι. Εκεί. Λίγο πιο πάνω απ’ την Κλαυθμώνος. Στο άνοιγμα, στο πλάτωμα, στο πλάτεμα της παλαιάς Βουλής. Θέλει να περάσει απέναντι. Τον βλέπεις. Θέλει να φύγει. Περιμένει. Περιμένει πώς και πώς. Βλέπεις. Έχει τις βαλίτσες, τις τσάντες του, το μάτι του, το σώμα του ολόκληρο ένας καθρέφτης. Δείχνει. Θέλει άλλα. Άλλα μέρη, άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους, άλλο χορό χορεύει ο άνθρωπος, άλλο σκοπό ακούει. Το πόδι του, το πόδι του χτυπάει, κλωτσάει, σκάβει, αστράφτει, βροντά, δυστροπεί. Η ανάσα, η αναπνοή του, τ’ αυτιά του. Αυτιάζεται.
Πλησίασε. Πες κάτι. Φόρεσέ του τ΄ ακουστικά. Φύσηξε αέρα στο πανάκι του. Βρες το τραγούδι του, άνοιξέ το, άνοιξέ τον, κόψτον, κόψε την θάλασσα στα δυο, κλείστον, κλείσε όλα τα άλλα πίσω του, γέμισε, πλήρωσε, εξόφλησε. Δες πώς ανοίγουν τα νερά κάτω απ' τα πόδια του. Πώς τρέχουν οι καινούργιοι ποταμοί στους τοίχους, τα ρυάκια, παιδιά πώς κολυμπάνε, μονόξυλα γυμνά γλιστράνε, βουλιάζουν, χάνονται, βουτάνε από ψηλά γελάνε, χαίρονται. Εκεί. Λίγο πιο πάνω απ’ την Κλαυθμώνος, στον ΟΤΕ, στο άνοιγμα, στο άλογο του στρατηγού.
Τον βλέπεις τον άνθρωπο. Αγέρωχος, είναι άλλο, είναι δέντρο, είναι γι’ άλλού, είναι αλλού. Θέλει άλλο χώμα να χωθεί, να ανθίσει, να καρπίσει. Μια λέξη θέλει, μια λεξούλα, ένα άγγιγμα, ένα μικρούλι σπρώξιμο, ένα σκούντημα, μία συγγνώμη, ένα «γεια σου, τι γίνεται, χαθήκαμε, πού τόσα χρόνια, πώς, γιατί, θυμάσαι τώρα, σήμερα, όχι αύριο, τώρα, τώρα, ένα νερό, μια μπύρα, ένα λεπτό, ένα ποτήρι, έλα, φίλα με, φύγαμε, εδώ, έλα με το άλογο του στρατηγού, μη φοβάσαι, ήσυχα, με το χαμόγελο, έχει διάβαση υπόγεια, μυστική, κρυφή, έχει καταπακτή, σήραγγα, φως, φως στο βάθος, μακριά, εκεί που βλέπεις, εκεί που θέλεις, εκεί που λαχταράς. Εκεί. Πίσω απ’ τα βουνά, απ’ τις θάλασσες που αγαπάς. Έλα, έλα, έχω μαζί μου ό,τι χρειάζεσαι, σου έφερα, σου αγόρασα ρούχα, παπούτσια, πανωφόρι, σε είδα, σε κατάλαβα. Χρόνια, μέρες σε παρακολουθώ. Βλέπω, έλα, ξέρω το σύνθημα, το pin, το παρασύνθημα, τον κωδικό, ξέρω τη λέξη, έλα, μη φοβάσαι, έλα άνοιξε το φανάρι, το κρατάω εγώ. Ανέβα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News