Σ’ έχουν στήσει άγαρμπα καταμεσήμερο εκεί, στην πολυσύχναστη γωνία της πόλης. Λίγο ή ώρα, λίγο η κίνηση, το έφαγες το στήσιμο και λες ας τ’ απολαύσω τουλάχιστον. Βρίσκεις τη σωστή θέση, τη σωστή γωνία και κάθεσαι να σε χτυπάει εκείνος ο αλήτης ήλιος του μεσημεριού, που σκάει μύτη εκεί κατά τις δώδεκα, δίνει μια τζούρα άνοιξη και μετά πάει κι εξαφανίζεται.
Καθώς νιώθεις κατά πρόσωπο τις ανοιξιάτικες αχτίδες, κάνεις την ανακλαστική κίνηση: ναι, δεν το ‘κοψες κι ας σε μπινελικώνουν οι φίλοι, κι ας σε προειδοποιούν οι γιατροί. Ανάβεις τσιγάρο. Τσιγάρο τσιγαρένιο, όχι ατμομάγειρες κι αποχυμωτές ούτε στριφτάρια της αγανάκτησης. Τραβάς δυο γερές τζούρες -να πάει ως τις φτέρνες- κι αρχίζεις από εξαπανέκαθεν έξη να ασκείς τη μέγιστη ευλογία του χαζεύειν την ανθρωπογεωγραφία της κεντρικής οδού. Κόσμος πάει κι έρχεται…
Κι έρχεται αυτός. Περίπου εβδομηντάρης, θαρρείς και πέρασε γκρέιντερ από πάνω του. Πρόσωπο σκαμμένο, ρούχα ταλαιπωρημένα και μάλλον από λαϊκή, αξύριστος με μαλλί λευκό, άλουστο από μέρες. Η δυσκολία μπορεί και να ‘χει και το πρόσωπό του. Στέκεται μπρος σου, σου κρύβει τον ήλιο τον αλήτη και δεν είναι ο Μεγαλέξανδρος. Δεν σε κοιτά στα μάτια και με συστολή σχεδόν ψιθυριστή ρίχνει βόμβα δύο –ναι μόνο δύο-λέξεων:
-Τσιγαράκι περισσεύει;
Α ρε… (μ)αργιόλα άνοιξη, που περπατάς στους δρόμους… Δυο λέξεις μόνο, δυο απλές λεξούλες δίπλα-δίπλα κι ακυρώνουν απόλαυση μεσημεριού, ήλιο, σύμπαν κι άνοιξη μαζί σε χρόνο dt.
Οχι, δεν ήθελε τσιγάρο ο σκαμμένος, ο ταλαιπωρημένος. Ηθελε τσιγαράκι. Αυτό με το υποκοριστικό της μεγάλης επιθυμίας, με την κατάληξη -άκι, που αγάπη, πάθος, απωθημένο και πιθανότατα στέρηση προδίδουν. Με τη συστολή του στερημένου, του μη έχοντος, κοιτάζοντας αλλού -μάλλον προς το φανάρι, που πάντα κοκκινίζει- περίμενε υπομονετικά την αντίδραση του έχοντος, του «μπρούκλη», του προνομιούχου, που χωρίς αιδώ, χωρίς αίσθηση του τι μπορεί να περνά ο διπλανός, φουμάρει κι άθελα επιδεικνύεται καταμεσής στο δρόμο. Στα χρόνια που ζούμε ίσως και να είναι πρόκληση ν’ ανάβεις τσιγάρο στη μέση του δρόμου κι όχι για λόγους που άπτονται του αντικαπνιστικού νόμου.
Κι έρχεται μετά, χαριστική βολή, η ερώτηση-μάθημα, το ρήμα-ύπουλη μαχαιριά: «Περισσεύει;». Ο σκαμμένος, ο ταλαίπωρος, ο αιτών με συστολή έχει την έγνοια, την ανησυχία, την ευαισθησία να ζητήσει από τα περισσευούμενα, από τα παραπάνω, απ’ αυτά που μπορεί και να έχεις σε αφθονία. Δεν σου λέει τα κλασικά της τράκας και της κούτρας παρά νοιάζεται κι ενδιαφέρεται, αν σου αρκούν κι αν περισσεύουν και τότε μόνο το αίτημα ισχύει.
-Τσιγαράκι περισσεύει;
Δεν μιλάς, τίποτα δεν λες, ίσως και να ντρέπεσαι. Βγάζεις από την τσέπη το πακέτο να προσφέρεις. Κι ας θα ήθελες να πεις πως πάντα θα περισσεύει τσιγαράκι για τους ευγενείς κι ευαίσθητους παθιασμένους αυτού του κόσμου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News