822
|

Τουλάχιστον εσύ, με πιστεύεις;

Τουλάχιστον εσύ, με πιστεύεις;

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή απόγευμα, συναντιόμαστε και με τους τρεις στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την πολυκατοικία. Στις πέντε παρά τέταρτο ακριβώς. Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ, πάντα μας χωρίζουν καμιά δεκαριά μέτρα.  Εγώ περιμένω το σχολικό. Ανάβω τσιγάρο και παρατηρώ τη διαδικασία που επαναλαμβάνεται με ακρίβεια λεπτού. Εννέα μήνες τώρα, με βροχή, με κρύο, με καύσωνα, με το τελευταίο φως της μέρας, με ζωηρό ήλιο. Έρχεται το πράσινο αυτοκίνητο, παρκάρει πρόχειρα όπως-όπως μπροστά από το πάρκινγκ μου, βγαίνει ένας κύριος γύρω στα πενήντα και μπαίνει στη διπλανή μονοκατοικία. Σε λιγότερο από δύο λεπτά βγαίνει  μαζί με μια ξανθιά κοπέλα που σπρώχνει ένα καρότσι με έναν κύριο ακαθόριστης ηλικίας. Τον χειμώνα, που δεν τον έβλεπα καλά, τον θεωρούσα αρκετά μεγάλο, η πολύ μακριά γενειάδα του με παραπλανούσε. Τώρα, βλέπω πως δεν πρέπει να περνάει τα εξήντα, μπορεί και μικρότερος.

Το μόνο συμπέρασμα που έχω βγάλει από αυτήν την περιοδική διαδικασία που ακολουθείται με ιδιαίτερη ακρίβεια, μέρα παρά μέρα, είναι αιμοκάθαρση. Κανά δυο φορές έχω πετύχει την ώρα επιστροφής τους, γύρω στις 21:30. Ταιριάζει και το διάστημα, για αιμοκάθαρση. Μπορεί να είναι και κάτι άλλο που δεν πάει το μυαλό μου.

Είναι πάντα σκυθρωποί, σκοτεινοί, σχεδόν αμίλητοι και όλες οι κινήσεις τους τόσο μηχανικές και ίδιες, σχεδόν ρομποτικές, που συννεφιάζει ο χρόνος. Τον σηκώνουν στα χέρια, τον βάζουν στη θέση του συνοδηγού, διπλώνουν το καρότσι και το βάζουν στο πορτ μπαγκάζ. Έξω από τη μονοκατοικία υπάρχει η μεγαλύτερη αμυγδαλιά που έχω δει. Όλον τον Φλεβάρη, και κυρίως τις μέρες που φυσούσε, μέχρι να φύγουν, το καπό του αυτοκινήτου γέμιζε από τα άνθη της. Οι συμβολισμοί έκαναν πάρτι…

Το αυτοκίνητο φεύγει και η ξανθιά κοπέλα, γύρω στα τριάντα πέντε -μπορεί Ελληνίδα μπορεί και όχι- αφού σταθεί ένα λεπτό κοιτάζοντας το αυτοκίνητο να φεύγει, μπαίνει στο σπίτι. Συνήθως φοράνε παντόφλες και οι δύο, η κοπέλα και ο κύριος στο καρότσι. Εκείνος που έρχεται με το αυτοκίνητο φοράει σχεδόν πάντα πουκάμισο. Είναι πολύ τρυφερός, προστατευτικός με τον κύριο στο καρότσι. Μέσα από την κατήφεια και την “καταδίκη” που μοιράζονται, η αγάπη φαίνεται. Στην αρχή πίστευα πως είναι γιος του, αλλά όταν είδα πως δεν τους χωρίζουν τόσα χρόνια, σκέφτηκα πως μπορεί να είναι ο μικρός αδερφός του ή ο γαμπρός του, δεν ξέρω.

Kάθε φορά που κατεβαίνω στον δρόμο, βαρύς και ζορισμένος απ’ τις σκέψεις μου, και βλέπω το πράσινο αυτοκίνητο να στρίβει τη γωνία, μπλοκάρω. Είμαι αλυσίδα ποδηλάτου, κάποιος πειράζει την ταχύτητα και μου αλλάζει γρανάζι. Αισθάνομαι πως είμαι πια μέρος αυτής της μονότονης, σχεδόν θεατρικής πράξης, δεν έχω δικαίωμα να σκέφτομαι τα δικά μου και πρέπει να βγω να παίξω τον ρόλο μου για εκείνα τα πέντε λεπτά. Το κοντάρι. Δεν είναι οι τρεις τους, είμαστε οι τέσσερίς μας.

Μέχρι προχτές, την Παρασκευή. Κατέβηκα κατά τις πέντε παρά είκοσι. Στεκόμουν βαριεστημένος,  σαν τον Μπιλ Μάρεϊ στη "Μέρα της Μαρμότας". Όλα έδειχναν κανονικά. Το πράσινο αυτοκίνητο καβάλησε το πεζοδρόμιο, ο κύριος βγήκε, μπήκε στο σπίτι και περίμενα τη γνωστή, σκυφτή πομπή, να βγει σε δύο λεπτά. Βουβή σαν λιτανεία, ακριβής σαν ρολόι. Μια στενοχώρια καταδικασμένη στην επανάληψη και στην εξάρτηση. Άκουσα δυνατά γέλια. Σκέφτηκα πως κάποια τηλεόραση δυνάμωσε απότομα ή από κάποιο μπαλκόνι ερχόταν μια φωναχτή χαρά που θα τίναζε στον αέρα το έργο μας, θα χάναμε τον βηματισμό μας. Ποιος πούστης βεβηλώνει τέτοιες στιγμές, ρε γαμώτο;

Όμως τα γέλια δυνάμωναν στα αυτιά μου όσο οι τρεις τους πλησίαζαν στο αυτοκίνητο. Γάργαρα, πηγαία, αληθινά γέλια, όχι γιαλαντζί. Ο νεαρότερος κύριος έσπρωχνε το καρότσι χαρούμενος, η κοπέλα δεν φορούσε παντόφλες αλλά γόβες μεσαίου τακουνιού και ένα όμορφο γαλάζιο φουστάνι -ιδιαίτερα θηλυκό- τόλμησα να κοιτάξω το στήθος της που πρώτη φορά παρατηρούσα πως ήταν γεμάτο και ορεξάτο (…) και ο κύριος στο καρότσι είχε σχεδόν δακρύσει από τα γέλια! Κάποια στιγμή ησύχασαν, αλλά την ώρα που τον είχαν στα χέρια και τον έβαζαν στο αυτοκίνητο, κάτι είπε, δεν άκουσα τι, και οι άλλοι δύο ξέσπασαν με τη σειρά τους, σείστηκε ο άρρωστος, προς στιγμήν έχασαν την ισορροπία τους, λίγο έλειψε να σωριαστούν και οι τρεις μπροστά στην αμυγδαλιά! Είχα σχεδόν παραλύσει, με είχαν πετάξει έξω από το έργο μας με το έτσι θέλω, κατάφερα να συντάξω μια κυνική σκέψη, όμως δεν φταίω εγώ, μου είχαν δώσει το δικαίωμα. “Με τόσο γέλιο, θα φτιάξεις καινούριο νεφρό!”.

Μπήκαν στο αμάξι, έφυγαν. Η κοπέλα στάθηκε αρκετά στον δρόμο.  Για πρώτη φορά στους τόσους μήνες διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Δεν μιλήσαμε, γύρισε στο σπίτι. Ακόμη και το περπάτημα της ήταν αλλιώτικο. Ελαφρύ, γυναίκας. Λογικό, δεν έσερνε παντόφλες, οδηγούσε γόβες.

Αν κάποιος από όλη αυτήν την επαναλαμβανόμενη σκηνή των εννέα μηνών, απομόνωνε μόνο εκείνη της Παρασκευής, θα έβλεπε τρεις χαρούμενους ανθρώπους, σχεδόν ευτυχισμένους, να ετοιμάζονται για τη βόλτα τους, και μία μουντρουχόφατσα στα δέκα μέτρα, σαν κλαμένο αιδοίο, να ξεροκαταπίνει τα μεγάλα κομμάτια μιας λύπης που δεν προέκυπτε από πουθενά.

Κι εγώ θα φώναζα: “Ψέματα! Στα ψέματα το κάνουν, αυτοί δεν είναι έτσι, αλήθεια λέω, τους ξέρω καλά! Εγώ είμαι ο χαρούμενος και ο τυχερός, όχι αυτοί!”.
Ποιος θα με πίστευε;
Κάθε Τρίτη και Πέμπτη, πρέπει να τα βγάζω πέρα μόνος μου…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News