Μη φοβάσαι ξέρω απ’ αυτά, ξέρω από τσιμπήματα, ο νονός μου, αυτός που μου έδωσε το όνομα – μακάρι και τη χάρη!- , είχε μελίσσια, ήταν μελισσοκόμος.
Σε κέντρισε, σε τσίμπησε κάτι, μπορεί μέλισσα, μπορεί σκορπιός, μπορεί έρωτας.
Μην κλαις, μη φωνάζεις, δεν είναι τίποτα. Στάσου μια στιγμή, θα φτύσω τρεις φορές πάνω στο χώμα, θα το πλάσω με τα δάχτυλά μου, θα κάνω, θα φτιάξω, λάσπη και θα το βάλω στον πόνο σου πάνω, βάλσαμο. Όλα καλά. Όλα καλά.
Δώσε μου τον καρπό, να εδώ ανάμεσα στις δυο γαλάζιες φλεβίτσες, εδώ στην καρδιά, στο μέτωπο επάνω σε έχει πάρει, σου έχει ανάψει τη φλέβα. Να το σημαδάκι το κόκκινο, η πυρκαγιά, η δαγκωνιά, το τσίμπημα, το άρπαγμα. Δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι σου λέω, υπάρχει συνταγή, παλιά, πολύ παλιά δοκιμασμένη.
Στάσου, στάσου ήσυχα, θα σου διηγηθώ την ιστορία και θα ξεχαστείς.
Είχε πάνω από πενήντα σπιτάκια, πενήντα κυανές βαρκούλες κυψέλες, κωδωνόσχημες, στην πλαγιά του λόφου.
– Μην τραβιέσαι, μη φωνάζεις, μην τηλεφωνείς δεξιά κι αριστερά, μην στέλνεις του κόσμου τα μηνύματα μην ανάβεις φωτιές, μην κλαις …
Το αγαπημένο, το ευνοούμενο χρώμα της μέλισσας είναι το χρώμα τ’ ουρανού. Το γαλάζιο. Η μέλισσα δεν μπορεί το κίτρινο, δεν το αντέχει, δεν το ανέχεται, αν το φοράς, αν το κουβαλάς αν το εκπέμπεις, αν το γκρινιάζεις, αν είσαι κίτρινος, σου επιτίθεται. Σε βρίσκει όσο και να κρύβεσαι, όσο και αν καμουφλάρεσαι και προσέχεις, ο ταύρος μπροστά της είναι αρνάκι.
– Μην τραβιέσαι, μην τραβάς το χέρι σου, άφησέ το σ’ εμένα.
Ο νονός μου άνοιγε τις κυψέλες με το φυσερό, με τον καπνό, φορούσε τη λευκή του φόρμα, τη μάσκα, το «μουριόνι», το συρματοπλεγμένο σκάφανδρο, ξιφομάχος, αστροναύτης φεγγαροπρόσωπος, ψύχραιμος, πράος, πορθητής.
– Έτσι, έλα, έτσι, έτσι μπράβο, βλέπεις , βλέπεις πώς γίνεται….
Έτσι τις αφόπλιζε. Να έτσι με τα λόγια, την ανάσα, τον καπνό του, με τη λέξη, το φιλί.
Όλες αυτές οι αγριεμένες μέλισσες, αυτό το μαύρο κακό σύννεφο, στη θέα του, στο άκουσμά του, κουλουριαζόντουσαν στα πόδια του ήσυχες, υποτακτικές, ταπεινές, σιωπηλές, υπάκουες, τον άφηναν να τις ληστεύει, να τους παίρνει ό,τι πολυτιμότερο είχαν.
Ανεμώνες ρόδα σχοίνα λυγαριές λεβάντες κρίνα.
Η μέλισσα, η πεταλούδα, η χρυσαλίδα, το ζουζούνι, ο άνεμος, η μύγα, ο ταχυδρόμος του ερώτα, κουβαλούν το φίλημα του μακρινού εραστή.
Έτσι γίνεται κερήθρα, μέλι και κερί, έτσι φεύγει και ο πόνος, έτσι γιατρεύεται το τσίμπημα, έτσι σβήνει, έτσι βγαίνει το κεντρί, όπως αρχίζει κι η ζωή. Με το χώμα, με τη λάσπη, με το σάλιο, με τα λόγια, την ανάσα, το φιλί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News