Tην ρητορική απορία την ακούω συχνά τελευταία από γνωστούς και φίλους: «μα αν τώρα δεν γραφτεί επιθετικό πολιτικό τραγούδι, τότε πότε;». Αναφέρονται σε ένα τραγούδι «μαζικής παραγωγής» όπως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και ονειρεύονται ολόκληρα κινήματα μέσω του τραγουδιού. Ποτέ δεν συνέβη αυτό όμως. Τα μουσικά κινήματα εννοώ. Ή τουλάχιστον ποτέ δεν προηγήθηκαν των κινημάτων των δρόμων. Πρώτα σε βγάζουν οι ανάγκες σου στο δρόμο και κατόπιν ακολουθεί ο καλλιτέχνης να «καλοπίσει» τις άγριες επιφάνειες που δημιουργούνται όταν συναντιούνται θυμωμένοι άνθρωποι και άσφαλτος.
Ποτέ μου δεν ανήκα στην συγκεκριμένη «συντεχνία» του ελληνικού τραγουδιού –σε άλλες πιθανά και να ήμουν μέλος- που υπερτιμούσε το τραγούδι ανάγοντάς το σε παράγοντα πολιτικών εξελίξεων φτάνοντας αρκετές φορές στο σημείο να θεωρήσει το τραγούδι το ίδιο ως πολιτική στη θέση της πολιτικής.
Το τραγούδι- μία από τις ακριβότερες ιστορίες του νεοελληνικού πολιτισμού- κατάφερε να συγκρατήσει και να στεγάσει συλλογικότητες οι οποίες όμως δημιουργήθηκαν αλλού, σε άλλο στίβο. Ήταν η μεγάλη αγκαλιά για χαμένα παιδιά, ένα φιλόξενο σπίτι στοργής για ανθρώπους που είχε αγριέψει η ψυχή τους αλλά δεν είχαν χάσει ούτε την ανθρωπιά τους, ούτε τον ερωτισμό τους.
Έτσι λειτουργεί και σήμερα, αλλά φυσικά σε άλλη κλίμακα. Σε πιο στενούς πυρήνες, δίχως την εξωστρέφεια μιας μαζικής διαδήλωσης, αλλά για ποια μαζική διαδήλωση μιλάμε στις μέρες μας; Με την σημερινή διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας πολύ δύσκολα ένα τραγούδι μπορεί να καταφέρει την κάθετη τομή. Πάντα θα «βρίσκει» σε στεγανά. Όμως, η δουλειά του δεν είναι η δημιουργία πλειοψηφικών ρευμάτων –όσο κι αν ήταν γοητευτικό όταν το κατάφερε για λίγο μετά το 1974- δεν είναι αυτή η «κανονική» λειτουργία του. Και όσο η λαϊκότητα θα παραμένει –ορθώς- ένα πρωτίστως ποσοτικό και όχι ποιοτικό χαρακτηριστικό, δεν ξέρω αν θα ξαναϋπάρξουν οι συνθήκες για λαϊκό-πολιτικό τραγούδι. Μακάρι ο καθένας να συνεχίσει να βρίσκει την τροφή του, το τραγούδι εκείνο που θα τον μετατοπίζει από τον άξονά του. Χωρίς να μετριέται συνέχεια και να αθροίζεται σε κάποια πλειονότητα. Να ξεχάσει τα ρεκόρ του παρελθόντος, να ακούσει την φωνή του και όχι τα συνθήματα της εξέδρας. Κάθε εποχή έχει το τραγούδι της το οποίο αξίζει όσο αξίζει και η εποχή. Τόσο απλά. Το οποίο αξίζει όσο αξίζουμε κι εμείς, και οι επιλογές μας. Τόσο απλούστατα.
Και σε τελική ανάλυση, στο τραγούδι και σε όλες τις πράξεις μας, οι ιδιότητες και οι ποιότητες αποδίδονται εκ των υστέρων και δεν δηλώνονται εκ των προτέρων. Έχουμε ζήσει ολόκληρες εποχές που όποιος μελοποιούσε Ρίτσο, θεωρούσε πως κάνει και υψηλή τέχνη, ξεχνώντας πως ο Ρίτσος δεν τον είχε καμμία ανάγκη, αντιθέτως εκείνος έπρεπε να αποδείξει πως η μελοποίησή του προσέφερε μια διαφορετική ανάγνωση του ποιήματος. Και αυτό συνέβη σε σπάνιες περιπτώσεις.
Το επόμενο μεγάλο πολιτικό τραγούδι θα μπορούσε να είναι ακόμη και ερωτικό –σε πρώτο επίπεδο. Κανείς δεν το ξέρει. Έχω πάντα στο μυαλό μου εκείνο το αριστούργημα του Λοίζου, το «1η Μαΐου» που ενώ στα κουπλέ περιγράφει εικόνες και αισθήματα από τον Μάη του ’68, στο ρεφρέν μας παίρνει την ψυχή με τον στίχο «Τρέχω στους δρόμους -ψάχνω στο πλήθος- πού ειν΄το κορίτσι που αγαπώ».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News