Με τσίμπλες στα μάτια, ένα σαββατιάτικο πρωινό που γυρόφερνε ανησυχίες στο παρμπρίζ, οδηγούσα προς την Καβάλα. Πέρασα μια θάλασσα από ηλιοτρόπια, προς στιγμή νόμιζα ότι θα συναντήσω το μικρό πρίγκιπα, αντίκρισα από ψηλά τη Μεγάλη Βόλβη που τα άσπρα σύννεφα ταξίδευαν στην επιφάνειά της, και συνέχιζα ακάθεκτος προς τον προορισμό μου. Ώσπου, λίγο έξω από τη δεξιά λωρίδα, τον είδα να κάθεται στο δρόμο. Αμάξι δεν είχε, δεν φαινόταν ότι περίμενε κάτι. Με τα ρούχα που φορούσε, από μακριά έμοιαζε με χαρτοσακούλα. Ήταν παγωμένος, τα μάτια του ένα απέραντο κενό. Στερεμένα από τα δάκρυα, έδειχνε κατάκοπος. Σκυμμένος προς τα κάτω, αναζητούσε ανάσες. Χαμένος, δεν μιλούσε. Στάθηκα με άγχος, του ζήτησα να τον πάρω μαζί μου.
Ανέβηκε στο αμάξι. Νέος, ετών 29, συστήθηκε ως Αντώνης. Μου είπε ότι μένει στο Οφρύνιο, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν. Η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι. Δεν μου εξήγησε το λόγο. Περιπλανιόταν όλο το βράδυ στα χωράφια και στο δρόμο, ούτε κατάλαβε πως είχε φτάσει εκεί. Το άσθμα δεν έλεγε να τον αφήσει. Έτρεμαν τα χέρια του, οι χτύποι της καρδιά του, τόσο δυνατοί, λες και ήθελαν κάτι να μου πουν. «Το τέλος του κόσμου έφτασε, γκρεμίστηκαν τα πάντα», μονολογούσε. «Τα πιο ωραία όνειρα τελειώνουν κάποια μέρα, Νότη ακούς;», με ρωτάει εντελώς χαμένος. Χαμογέλασα, έβαλα μπρος, να τον πάω σπίτι.
Μη γνωρίζοντας την κατάστασή του, δεν είχα και πολλά να πω. Οποιαδήποτε συμβουλή θα’ ταν τουλάχιστον αστεία. Δεν ήξερα πώς να τον παρηγορήσω, άγνωστος ήταν. Η σιωπή μας έσπασε με λυγμούς. «Δεν έχω κάνει τίποτα, είμαι καθαρός, θέλω τη ζωή μου πίσω», ψέλλιζε με παράπονο. Εικόνα τραγική, έψαχνε από κάπου να πιαστεί. «Αντώνη, με τη γυναίκα σου δεν μου δίνεις να καταλάβω τι έχει γίνει. Αλλά, αν την αγαπάς, θα βρεις τρόπο να είστε μαζί. Κι αυτό δεν είναι κλισέ ούτε θεωρίες του κώλου. Συνέχιζε να πολεμάς για ό,τι αξίζει, κι ας έχεις κάνει λάθος. Οι άνθρωποι δεν είναι από μόνοι τους τέλειοι. Κάνουν σχέσεις για να φτάσουν την τελειότητα». Λόγια ανίσχυρα μπροστά στον πόνο. Στο θολωμένο του μυαλό έβλεπε μόνο συντρίμμια. Βόμβα του είχε ανατινάξει τα σωθικά, η ψυχή του έρημη, η λογική του ήταν λέξη ειρωνική. Ξέχασε ποιος ήταν, δεν είχε δύναμη να παλέψει για τίποτα.
Τον άφησα στην πλατεία. Του ‘δωσα το χέρι μου. Παιδικό, μπροστά στα δικά του χέρια, δουλεμένα στα χωράφια, γεμάτα ρόζους και φουσκάλες. Με έσφιξε σαν να ήμουν ο καλύτερός του φίλος. Αυτό ήταν το ευχαριστώ του. Κατέβηκε, πάτησε την άσφαλτο. Τώρα, ήξερε τον προορισμό του. Βάδισμα γοργό, για το σπίτι του. Φαινόταν σαν να είχε ανακτήσει την κορμοστασιά του. Ίσως συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη. Σκέψη παρήγορη, σε βοηθάει να διαχειριστείς τη θλίψη. Πράγματι, οι σχέσεις έχουν δυσκολέψει πολύ. Αλλά, αυτές που είναι πραγματικά ανθρώπινες, μοιάζουν με ένα ποδήλατο στην ανηφόρα. Πετάλι και ιδρώτας για να την ανέβεις. Για να χτίσεις από κοινού έναν κόσμο. Μόλις συμβεί κάτι αναπάντεχο, η ανηφόρα γίνεται κατηφόρα. Και εκεί νομίζεις ότι χάνεις τον κόσμο, ότι η κατηφόρα σε τραβάει και δεν έχει τελειωμό. Αν ο άνθρωπός σου αξίζει, θα πατήσεις απότομα φρένο. Θα χτυπήσεις, για επουλώσεις τις πληγές, θα γιατρέψεις τα σπασίματα. Θα ανέβεις στη σέλα. Και θα ξανακάνεις πετάλι για την ευτυχία.
ΥΓ: «Αντώνη, Νότη ακούω. Αλλά, από το τραγουδάκι που σιγοτραγουδούσες, εγώ προτιμώ να σου αφιερώσω αυτό: «Μα ποια λόγια, μα ποιες λέξεις, να προλάβουνε τις σκέψεις, να μου πούνε μη φοβάσαι, στη σιωπή μου πάντα θα’σαι, μα ποια λόγια, μα ποιες σκέψεις, να προλάβουνε τις σκέψεις, να μου πούνε λίγο νιώσε, στην αγάπη χρόνο δώσε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News