728
|

Το πετάς και πετάς!

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 17 Ιουνίου 2011, 06:14

Το πετάς και πετάς!

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 17 Ιουνίου 2011, 06:14

Θα ξεκινήσω με μιαν ομολογία: όταν πετάω σαβούρα, μεταμορφώνομαι σε γουρούνι – για κάθε σακούλα που εκσφενδονίζω στο σκουπιδοντενεκέ, έχω τριάντα λεπτά οργασμό.

Τη σχέση μου αυτή με το άψυχο μίνι-σύμπαν που μας περιβάλλει (και ενίοτε μας γίνεται θηλιά στο λαιμό) τη χρωστώ στην αείμνηστη μητέρα μου Κατερίνα. Ήμουν γύρω στα δέκα, θυμάμαι, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε ότι το παλιό, καφέ μας Σιτροέν έπρεπε να πάρει την άγουσα, καθώς η συντήρησή του ήταν πιο ασύμφορη κι από συνταξιούχου βουλευτή. Εγώ, φυσικά, ζωσμένος αίφνης από αναμνήσεις εκδρομών, διακοπών κι ευτυχισμένων στιγμών στο απλόχωρο πίσω κάθισμα του Σιτροέν, άρχισα να χύνω δάκρυ κορόμηλο. Οπότε με πιάνει η μαμάκα μου και μου λέει: «Θυμάσαι, Πετράκη, όταν πέθανε η γιαγιά;» Θυμάμαι, λέω. «Θυμάσαι που στενοχωρηθήκαμε, αλλά μετά από λίγο καιρό μας πέρασε;» Το θυμόμουν, όντως, όπως θυμόμουν και την αντίστοιχη, γλυκιά λησμονιά που ακολούθησε, έστω και βραδέως, τον παιδικό μου πόνο για το χαμό του αγαπημένου μου παππού. «Ε, λοιπόν, να δεις για πότε θα σου περάσει ο καημός για το αμάξι,» κατέληξε η μαμά Κορτώ – και πράγματι, τη μέρα που ο πατέρας μου επέστρεψε απ’ την αντιπροσωπεία με το τσίλικο, απαστράπτον Renault 19, το πένθος για το παλιό μας αυτοκίνητο εξανεμίστηκε εν ριπή οφθαλμού.

Πιστή στο παράδειγμα ζωής που μου μετέδωσε, η μητέρα μου, όταν πέθανε  (και όχι έφυγε – το Κατερινάκι ανήκει στους ανθρώπους που πεθαίνουν μεν, αλλά δεν πάνε μακριά), άφησε πίσω της προσωπικά υπάρχοντα που χωρούσαν όλα μαζί σ’ ένα μεσαίο σακ βουαγιάζ.

Έκτοτε, έχω ανακαλύψει την ίδια ακριβώς λυτρωτική αίσθηση ελευθερίας απ’ τα δεσμά των αντικειμένων στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή μου, όπου το κλισέ των ψυχικών απορριμάτων που ανασύρονται στην επιφάνεια για να καταχωνιαστούν με υγειονομική ταφή όχι μόνον αληθεύει πέρα ως πέρα, αλλά θυμίζει επακριβώς την πράξη της εκκαθάρισης: το άνοιγμα μιας παλιάς ντουλάπας τίγκα στη σκωροφαγωμένη, δυσβάσταχτη μνήμη, και την ευφορία του να την παραχώνεις σε μια πλαστική σακούλα (κατά προτίμηση μαύρη, ως bodybag) και να την ξεφορτώνεσαι μια για πάντα.

Επιπλέον, με τα χρόνια έχω αναπτύξει ένα βαθιά υπαρξιακό μίσος για συγκεκριμένα αντικείμενα, που πηγάζει από τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμα, στιβαρά και κραταιά, όταν εγώ θα’ χω γίνει στάχτη και μπούρμπερη.

Και για να ξαλεγράρουμε λιγάκι, θα χρησιμοποιήσω άλλο ένα οικογενειακό θρύλο μετά ηθικού διδάγματος.

Το σωτήριον έτος 1969, η γιαγιά μου η Ελένη (γυναίκα με ασίγαστο πάθος για υπερτιμημένα ροκοκό εκτρώματα) αγοράζει ένα σετ που απαρτίζεται από τρία τραπέζια: ένα χαμηλό οβάλ και δύο ψηλά, τρίποδα και στρόγγυλα, όλα τους με σκαλιστά, χρυσοποίκιλτα πόδια και διακοσμητικά μοτίβα πορσελάνης, και καλυμμένα με μάρμαρο που σε ποσότητα και βάρος ισοδυναμεί περίπου με μισό νταμάρι. Μόλις τα αντίκρυσε, ο παππούς μου ξέσπασε σε γέλια. «Α, ωρέ Ελενίτσα!» αναφώνησε. «Σε πιάσανε κότσο! Τραπέζια με τρία πόδια σου πουλήσανε!»

Tα τραπεζάκια αυτά εγώ τα πρωτογνώρισα το 1985, όταν μετά το θάνατο της γιαγιάς βρεθήκανε στο σπίτι μας, σαν τρεις παχιές, μαύρες μύγες μες στο γάλα. Η μητέρα μου τα αποκαλούσε ‘τα καταραμένα’, διότι αφενός ήταν πιο ασήκωτα κι απ’ του Μάρκου το κιβούρι, κι αφετέρου η αξιοποιήσιμη επιφάνειά τους ήταν τόσο μικροσκοπική, που κάθε φορά που ακουμπούσες κάτι πάνω τους, κάτι άλλο έπεφτε.

 Και ιδού η ρίζα του θυμού, του μίσους μου για τα άψυχα αντικείμενα: οι παππούδες μου και το στερνοπαίδι τους δε ζούνε πια, αλλά τα καταραμένα τα τραπεζάκια στέκουν περήφανα κι άτρωτα στο πέρασμα του χρόνου.

 Βεβαίως, καταλαβαίνω το φετιχιστικό κομμάτι της μνήμης, και συμπάσχω με τον καθένα που δυσκολεύεται να αποχωριστεί τα ενθύμια του έρωτα, της νεότητας, της ευτυχίας. Κάποια σύμβολα είναι αναγκαία, είναι η οδοσήμανση του παρελθόντος στο οποίο καμιά φορά, άλλοτε νωχελικά κι άλλοτε φευγαλέα, καταφεύγουμε για να γλυτώσουμε απ’ το επαχθές παρόν.

 Κι ωστόσο, μες σε κάθε τζίτζιλο-μίτζιλο ελλοχεύει ένας πυρήνας άψυχης πλην πεισματικής αλαζονείας. Μια φωνή φοβισμένη, που λέει ότι είμαστε πλασμένοι από φωτογραφίες και μικροπράγματα, κι ότι αν τα χάσουμε θα χάσουμε αυτό που μας συνθέτει. Όμως – κι απολογούμαι για τη ροπή μου στο μελό – δεν είμαστε ούτε χάρτινοι, ούτε λούτρινοι, ούτε πλαστικοί, χρυσοί ή μεταξένιοι. Ναι, η ύλη μας είναι φθαρτή, (υπάρχουν παπούτσια με μακράν ανθεκτικότερο δέρμα απ’ το δικό μας), μα το εντός μας σύμπαν, τα αισθήματα, οι μνήμες, και η παρουσία των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτά, είναι πιο άφθαρτη κι από το λαμπρότερο διαμάντι.

 (Και τώρα, επειδή συγκινήθηκα, θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω – μόλις βρήκα σακούλα με κιτρινισμένα σεμεδάκια, κι επείγει, προτού τα σουτάρω, να τα θωπεύσω, περιγελώντας το μουχλιασμένο παρελθόν και τις αξιοθρήνητες μνήμες που περικλείουν).

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News